Σάββατο 16 Απριλίου 2011
ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ ΚΛΑΣΙΚΟ
ΒΙΟΛΟΝΤΣΕΛΟ
Βιολοντσέλο
Το Βιολοντσέλο ή αλλιώς Τσέλο, είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα), όπως και τα υπόλοιπα Έγχορδα της συμφωνικής ορχήστρας.Αρχικά ονομαζόταν βιολοντσίνο και για πολύ καιρό προοριζόταν να εκτελεί αποκλειστικά μουσικούς φθόγγους βαθύτερους από εκείνους της βιόλας.
Ο βιολοντσελίστας, είναι πάντα καθιστός, τοποθετεί το βιολοντσέλο ανάμεσα στα πόδια του και το στηρίζει στο έδαφος με τη βοήθεια μίας ρυθμιζόμενης μεταλλικής ράβδου στήριξης. Παλαιότερα, πριν τον αιώνα του Ρομαντισμού, ο εκτελεστής συγκρατούσε το όργανο ανάμεσα στις γάμπες του.
Το βιολοντσέλο έχει ένα πλούσιο και δυνατό ήχο. Είναι βασικό όργανο και στη μουσική δωματίου αλλά και στην συμφωνική ορχήστρα. Το σκάφος του (το ξύλινο σώμα) έχει μήκος 75 εκ. ενώ οι χορδές του είναι πιο παχιές από του βιολιού και της βιόλας και χρησιμοποιείται συνήθως μαζί με το Κοντραμπάσο για να παίξει τις μπάσες νότες ενός μουσικού έργου, λόγω όμως της μεγάλης μουσικής του έκτασης, είναι εξίσου αξιόλογο και ως σόλο όργανο.
Το βιολοντσέλο πρωτοεμφανίστηκε στην Ευρώπη στα μέσα του 16ου αι. και αρχικά ονομαζόταν βιολοντσίνο. Κατά καιρούς υπέστη πολλές τροποποιήσεις ενώ στον Στραντιβάριους οφείλεται κυρίως ο καθορισμός του οριστικού τύπου και των διαστάσεων του βιολοντσέλου που είναι διπλό σε μέγεθος από τη βιόλα. Η άνοδος του οργάνου άρχισε στην Ιταλία τον 17o αι., με τον Μπαχ και τις Σουίτες του για σόλο βιολοντσέλο και σταδιακά άρχισαν να ανακαλύπτονται οι τεχνικές και οι εκφραστικές δυνατότητές του. Με τον ρομαντισμό, το βιολοντσέλο πήρε ξεχωριστή θέση στην ορχήστρα ως στοιχείο αυτόνομο, στο οποίο οι συνθέτες εμπιστεύονταν ορισμένα χαρακτηριστικά μουσικά θέματα ενώ έπαιξε αξιόλογο ρόλο και ως βασικός συντελεστής του κουαρτέτου εγχόρδων.
Από τον Χάιντν έως τον Μπραμς, με ενδιάμεσους σταθμούς τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν και τον Σούμπερτ, το βιολοντσέλο σιγά-σιγά απελευθερώθηκε από τον ρόλο του ως αρμονικού και μόνο στηρίγματος και, σείση μοίρα με τα υπόλοιπα όργανα, δημιούργησε ένα τέλειο ακουστικό αμάλγαμα με εξαίσια μελωδικά στοιχεία. Από τα κοντσέρτα για βιολοντσέλο αναφέρουμε αυτά των Μποκερίνι, Χάιντν, Σούμαν, Ντβόρζακ, Σεν-Σανς κλπ. Ανάμεσα στις σονάτες για βιολοντσελο, οι πιο αξιόλογες είναι του Μπετόβεν, του Μπραμς, του Σοπέν, του Φορέ και του Χίντεμιτ.
Το Βιολοντσέλο ή αλλιώς Τσέλο, είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα), όπως και τα υπόλοιπα Έγχορδα της συμφωνικής ορχήστρας.Αρχικά ονομαζόταν βιολοντσίνο και για πολύ καιρό προοριζόταν να εκτελεί αποκλειστικά μουσικούς φθόγγους βαθύτερους από εκείνους της βιόλας.
Ο βιολοντσελίστας, είναι πάντα καθιστός, τοποθετεί το βιολοντσέλο ανάμεσα στα πόδια του και το στηρίζει στο έδαφος με τη βοήθεια μίας ρυθμιζόμενης μεταλλικής ράβδου στήριξης. Παλαιότερα, πριν τον αιώνα του Ρομαντισμού, ο εκτελεστής συγκρατούσε το όργανο ανάμεσα στις γάμπες του.
Το βιολοντσέλο έχει ένα πλούσιο και δυνατό ήχο. Είναι βασικό όργανο και στη μουσική δωματίου αλλά και στην συμφωνική ορχήστρα. Το σκάφος του (το ξύλινο σώμα) έχει μήκος 75 εκ. ενώ οι χορδές του είναι πιο παχιές από του βιολιού και της βιόλας και χρησιμοποιείται συνήθως μαζί με το Κοντραμπάσο για να παίξει τις μπάσες νότες ενός μουσικού έργου, λόγω όμως της μεγάλης μουσικής του έκτασης, είναι εξίσου αξιόλογο και ως σόλο όργανο.
Το βιολοντσέλο πρωτοεμφανίστηκε στην Ευρώπη στα μέσα του 16ου αι. και αρχικά ονομαζόταν βιολοντσίνο. Κατά καιρούς υπέστη πολλές τροποποιήσεις ενώ στον Στραντιβάριους οφείλεται κυρίως ο καθορισμός του οριστικού τύπου και των διαστάσεων του βιολοντσέλου που είναι διπλό σε μέγεθος από τη βιόλα. Η άνοδος του οργάνου άρχισε στην Ιταλία τον 17o αι., με τον Μπαχ και τις Σουίτες του για σόλο βιολοντσέλο και σταδιακά άρχισαν να ανακαλύπτονται οι τεχνικές και οι εκφραστικές δυνατότητές του. Με τον ρομαντισμό, το βιολοντσέλο πήρε ξεχωριστή θέση στην ορχήστρα ως στοιχείο αυτόνομο, στο οποίο οι συνθέτες εμπιστεύονταν ορισμένα χαρακτηριστικά μουσικά θέματα ενώ έπαιξε αξιόλογο ρόλο και ως βασικός συντελεστής του κουαρτέτου εγχόρδων.
Click this bar to view the full image. |
Από τον Χάιντν έως τον Μπραμς, με ενδιάμεσους σταθμούς τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν και τον Σούμπερτ, το βιολοντσέλο σιγά-σιγά απελευθερώθηκε από τον ρόλο του ως αρμονικού και μόνο στηρίγματος και, σείση μοίρα με τα υπόλοιπα όργανα, δημιούργησε ένα τέλειο ακουστικό αμάλγαμα με εξαίσια μελωδικά στοιχεία. Από τα κοντσέρτα για βιολοντσέλο αναφέρουμε αυτά των Μποκερίνι, Χάιντν, Σούμαν, Ντβόρζακ, Σεν-Σανς κλπ. Ανάμεσα στις σονάτες για βιολοντσελο, οι πιο αξιόλογες είναι του Μπετόβεν, του Μπραμς, του Σοπέν, του Φορέ και του Χίντεμιτ.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΙΑΝΟΥ
Το πιάνο, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, έχει πίσω του μια ιστορία έρευνας και εξέλιξης περίπου 300 ετών!
Οι πρόγονοί του υπήρξαν το κλαβίχορδο (Clavichord) και το τσέμπαλο (Cembalo). Το κλαβίχορδο, όργανο πολύ αγαπητό στις αρχές του 18ου αιώνα, εξελίχτηκε από το μονόχορδο του Μεσαίωνα και είχε αδύναμο αν και αρκούντως εκφραστικό ήχο αφού λόγω του μηχανισμού επαφής που διέθετε, επέτρεπε την άμεση σύνδεση με το δάκτυλο και άρα τη δυνατότητα διαμόρφωσης του ήχου. Μερικά πλήκτρα ακουμπούσαν στην ίδια χορδή κάτι που καθιστούσε αδύνατη τη συνήχηση γειτονικών φθόγγων. Στην ουσία ήταν όργανο ιδιωτικής χρήσης, καθώς είχε πολύ απαλό άκουσμα, και δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε συναυλίες. Το τσέμπαλο που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα διέθετε μηχανισμό νύξης: κάθε πλήκτρο ενεργοποιούσε ένα μηχανισμό με πένα φτιαγμένη από φτερά πουλιών ή δέρμα που στηριζόταν σε ελεύθερα κινούμενες γλωσσίδες με ελατήριο. Όταν το πλήκτρο σηκωνόταν, ο μηχανισμός κατέβαινε και με τη βοήθεια ελάσματος ο άξονας επανερχόταν στη θέση του, επιτρέποντας στη πένα να τσιμπά τη χορδή. Όταν ο μηχανισμός επέστρεφε στη θέση του ένας σιωπητήρας από τσόχα εμπόδιζε τις παλμικές κινήσεις της χορδής. Το τσέμπαλο προσφέρει πολύ λίγες δυνατότητες ηχητικών αντιθέσεων και ελέγχου της δυναμικής, ενώ οι διαφοροποιήσεις στο άγγιγμα των δακτύλων έχουν ελάχιστα αποτελέσματα.
Από τον 17ο ως τα τέλη του 18ου αιώνα, το τσέμπαλο ήταν απαραίτητο για το « μπάσο κοντίνουο» σε όλους σχεδόν τους συνδυασμούς οργάνων. Η χρήση του σήμερα αν και περιορισμένη, έχει εμπνεύσει διάφορους συνθέτες του 20ου αιώνα ( ) και χρησιμοποιείται κατά κόρον στις εκτελέσεις μπαρόκ μουσικής, ιδίως σε σύνολα με όργανα εποχής. Πιάνο (pianoforte)
Το παλαιότερο δείγμα τύπου πιάνου κατασκευάστηκε στη Φλωρεντία από τον Μπαρτολομέο Κριστοφόρι το 1709. Ο Κριστοφόρι ονόμασε το όργανο αυτό “gravicembalo col piano e forte” και στόχος του ήταν να ικανοποιήσει την επιθυμία των μουσικών της εποχής του να παίζουν σε μια ευρεία δυναμική γκάμα, από πολύ σιγά ως (πολύ) δυνατά. Τώρα, αντί για το τσίμπημα (νυγμό) των χορδών που είχαμε στο τσέμπαλο, χρησιμοποίησε μια σειρά σφυριών τα οποία μόλις χτυπούσαν πάνω στη χορδή, επανέρχονταν στη θέση τους επιτρέποντάς της να πάλλεται λίγο χρόνο μετά. Ακριβώς αυτό το στοιχείο ήταν που έδωσε στους εκτελεστές του οργάνου νέα δυνατότητα ελέγχου του βαθμού δύναμης με την οποία πατούσαν τα πλήκτρα. Τα πιάνα του Κριστοφόρι είχαν 4 ως 4.5 οκτάβες έκταση.
Την ιδέα του μηχανισμού αυτού πήρε στη Γερμανία ο Γκότφριντ Ζίλμπερμαν ( Silbermann), που κατασκεύασε το 1726 2 πιάνα και τα έθεσε υπο τη κρίση του Μπάχ ( Bach) του οποίου η μάλλον αρνητική γνώμη πιθανόν οδήγησε σε βελτιώσεις. Να σημειωθεί εδώ ότι ενώ τα πρώτα pianoforte κατασκευάστηκαν την εποχή του Μπαρόκ και μερικοί από τους πιο διάσημους συνθέτες της εποχής γνώριζαν την ύπαρξή τους, ο ασθενής τους ήχος δεν τους επέτρεψε να ανταγωνιστούν το τσέμπαλο. Νέα ώθηση στη κατασκευή των πιάνων θα δοθεί στην Αγγλία από τους Τσούμπε (Zumpe) και Γ.Κρ.Μπαχ και στη Βιέννη από τους Streicher- Stein οι οποίοι θα δώσουν μεγαλύτερη σημασία όχι τόσο στη δυναμική όσο στη ποιοτική προβολή του ήχου. Παρ’ όλες όμως τις βελτιώσεις, οι εκτελεστές δεν μένουν ακόμα ικανοποιημένοι. Η έλλειψη μηχανισμού γρήγορης επανάκρουσης της χορδής παραμένει το βασικό μειονέκτημα. Σε αυτή την αδυναμία του μηχανισμού, ο Εράρ (Εrard) στη Γαλλία θα προτείνει το μηχανισμό του διπλού χτυπήματος τον οποίο θα ολοκληρώσει το 1823 και με τον οποίο θα γίνει δυνατό το γρήγορο παίξιμο που οδήγησε στη δεξιοτεχνική εκτέλεση του πιάνου του 19ου και 20ου αιώνα. Στα μέσα του 19ου αιώνα κατασκευάζονται 3 τύποι οργάνων: Το τραπεζοειδές για μικρούς χώρους και τα πιάνα με οριζόντιο (πιάνα με «ουρά») και κάθετο (όρθια πιάνα) χορδικό σύστημα. Το όρθιο πιάνο εξελίχθηκε από τον Τ. Χόουκινς στη Φιλαδέλφεια (1800) και τον Ρ. Ουώρνεμ τον νεότερο στο Λονδίνο (1811, τελειοποιήθηκε το 1829).Το μοντέλο που υπάρχει σήμερα είναι ως επί το πλείστον βασισμένο σε εκείνο του Ουόρνεμ.
Ο Χόουκινς εισήγαγε επίσης το σιδερένιο σκελετό, το πλεονέκτημα του οποίου ήταν η δυνατότητα χρήσης χορδών μεγαλύτερης τάσης (τεντώματος) από ότι επέτρεπε ο ξύλινος σκελετός και έτσι γινόταν δυνατή η χρήση πιο χοντρού σύρματος που παράγει πλουσιότερο ήχο. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα έχει πια βελτιωθεί ριζικά η κατασκευή πιάνων τόσο σε επίπεδο υλικών όσο και στο επίπεδο του μηχανισμού. Σε αυτό συνέβαλε επίσης και η συνεργασία των κατασκευαστών με τους συνθέτες και εκτελεστές για τη δημιουργία οργάνων που θα ήσαν σύμφωνα με τις συνθετικές και ερμηνευτικές ανάγκες τους. Κατά τη περίοδο αυτή εμφανίστηκαν μερικοί από τους σημαντικότερους κατασκευαστές πιάνων σε παγκόσμιο επίπεδο ακόμα και σήμερα: ο Bösendorfer στη Βιέννη, ο Bechstein στο Βερολίνο, ο Steinway στη Νέα Υόρκη και προς το τέλος του 19ου αιώνα η Yamaha στην Ιαπωνία.
Σήμερα το σύγχρονο πιάνο έχει σιδερένιο σκελετό και είναι είτε όρθιο είτε με ουρά. Η έκτασή του είναι 71/3 οκτάβες με 88 πλήκτρα αν και ορισμένα μοντέλα Bösendorfer έχουν έκταση 8 οκτάβες. Και οι 2 τύποι πιάνου αποτελούνται από ηχείο, σώμα υποστήριξης, πλαίσιο, χορδές, πληκτρολόγιο, πεντάλ και βασικό μηχανισμό. Πάνω στο πλαίσιο ακουμπά το ηχείο κατασκευασμένο από ξύλο ελάτου και μαντέμι. Το σύγχρονο πιάνο έχει 1 χορδή για μερικές από τις χαμηλές νότες, 2 για το μεσαίο τμήμα, και 3 για το υψηλότερο. Οι χαμηλότερες χορδές περιβάλλονται από χάλκινο σπείρωμα που αυξάνει τον όγκο τους δίχως να μειώνει πολύ την ευελιξία τους.Oι χορδές είναι φτιαγμένες από ατσάλινο σύρμα και η ποικιλοβαρής πίεση του διαφορετικού μεγέθους των χορδών μοιράζεται ως επί το πλείστον με διασταύρωση χορδών (Overstringing), δηλ. με το να περνά μια ομάδα χορδών σχεδόν διαγώνια πάνω από μια άλλη.
Σε ένα πιάνο υπάρχουν συνήθως 52 λευκά πλήκτρα (από ελεφαντόδοντο ή άσπρο πλαστικό υλικό) και 36 μαύρα πλήκτρα ( είτε από έβενο είτε από μαύρο πλαστικό υλικό). Τα πλήκτρα όταν πιεσθούν, σηκώνουν τα ξύλινα σφυράκια που είναι ντυμένα με μαλακό κετσέ («πνιγέας») και τα οποία στηρίζονται στη χορδή. Η χορδή έτσι μπορεί και ταλαντώνεται ελεύθερα παράγοντας ήχο, ώσπου το πλήκτρο, επιστρέφοντας στην αρχική του θέση, ξαναρίχνει τον πνιγέα.
Το αντηχείο του πιάνου (sound- board) – που βρίσκεται πίσω από τις χορδές στο όρθιο πιάνο και κάτω από αυτές στο μεγάλο- εκπληρώνει την ίδια αποστολή με το σώμα ενός βιολιού: δίχως αυτό ο ήχος θα ήταν πολύ λεπτός και ασθενικός .Επίσης, ιδίως στο πιάνο με ουρά, το καπάκι που βρίσκεται πάνω από το ηχείο όταν ανοιχθεί (ή ανάλογα με το ύψος που θα ανοιχθεί) μετατρέπεται σε ζωτικής σημασίας ηχητικό μεταδότη. Τα πεντάλ του πιάνου είναι τα εξής: α) Το πεντάλ «διαρκείας» (Sustaining Pedal), παρατείνει τον ήχο όσο το πατάμε, απομακρύνοντας όλη τη σειρά των σιγαστήρων («πνιγέων») από τις χορδές. Με αυτό τον τρόπο όποιος φθόγγος ή συγχορδία παιχτεί αποκτά μεγαλύτερη διάρκεια, ακόμα και αν τα δάκτυλα δεν πατούν πια τα πλήκτρα. Επίσης οι αρμονικοί της χορδής εμπλουτίζονται από τη «συμπαθητική» αντήχηση αυτών που προέρχονται από άλλες ελεύθερα δονούμενες χορδές, με αποτέλεσμα έναν πιο πλούσιο ήχο. β) Το πεντάλ Sostenuto, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στον εκτελεστή να επιλέξει τους φθόγγους που θέλει να κρατηθούν. Το εισήγαγε η εταιρεία Steinway και τελειοποιήθηκε το 1874. γ) Πεντάλ una corda ή σουρντίνα. Στα πιάνα με ουρά μετακινεί το πληκτρολόγιο καθώς και μια σειρά σφυριών προς τα δεξιά ώστε να κρούεται μια μόνο χορδή ( una corda) αντί για τρεις, ενώ στα όρθια πιάνα μετακινεί ολόκληρη τη σειρά των σφυριών προς τις χορδές, μειώνοντας έτσι τη διαδρομή τους και κατά συνέπεια τη κρουστική δύναμή τους. Το πιάνο χορδίζεται σύμφωνα με το συγκερασμένο σύστημα, δηλ. την διαίρεση της οκτάβας σε 12 ίσα ημιτόνια πράγμα που κατέστησε δυνατή την αντιστοιχία τους σε 12 πλήκτρα ( ωστόσο να σημειωθεί εδώ ότι το χόρδισμα της ισοσυγκερασμένης οκτάβας, γίνεται με μια σειρά από λίγο «μικρότερες» πέμπτες και λίγο «μεγαλύτερες» τέταρτες από τις φυσικές). Τελειώνοντας αυτή την επισκόπηση κατασκευής του «βασιλιά των οργάνων» κατά τον Φ. Λίστ ( Liszt), να θυμίσουμε πως εκτός του ( πολύτιμου) κάματου των κατασκευαστών του οργάνου, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τη συμβολή όλων εκείνων των συνθετών και εκτελεστών (από το 17ο αιώνα και εντεύθεν), που με το δημιουργικό τους έργο προέβαλαν και καταξίωσαν στη συνείδηση ειδημόνων και μη αυτό το εξαιρετικών, πραγματικά, δυνατοτήτων όργανο.
Από τον 17ο ως τα τέλη του 18ου αιώνα, το τσέμπαλο ήταν απαραίτητο για το « μπάσο κοντίνουο» σε όλους σχεδόν τους συνδυασμούς οργάνων. Η χρήση του σήμερα αν και περιορισμένη, έχει εμπνεύσει διάφορους συνθέτες του 20ου αιώνα ( ) και χρησιμοποιείται κατά κόρον στις εκτελέσεις μπαρόκ μουσικής, ιδίως σε σύνολα με όργανα εποχής. Πιάνο (pianoforte)
Το παλαιότερο δείγμα τύπου πιάνου κατασκευάστηκε στη Φλωρεντία από τον Μπαρτολομέο Κριστοφόρι το 1709. Ο Κριστοφόρι ονόμασε το όργανο αυτό “gravicembalo col piano e forte” και στόχος του ήταν να ικανοποιήσει την επιθυμία των μουσικών της εποχής του να παίζουν σε μια ευρεία δυναμική γκάμα, από πολύ σιγά ως (πολύ) δυνατά. Τώρα, αντί για το τσίμπημα (νυγμό) των χορδών που είχαμε στο τσέμπαλο, χρησιμοποίησε μια σειρά σφυριών τα οποία μόλις χτυπούσαν πάνω στη χορδή, επανέρχονταν στη θέση τους επιτρέποντάς της να πάλλεται λίγο χρόνο μετά. Ακριβώς αυτό το στοιχείο ήταν που έδωσε στους εκτελεστές του οργάνου νέα δυνατότητα ελέγχου του βαθμού δύναμης με την οποία πατούσαν τα πλήκτρα. Τα πιάνα του Κριστοφόρι είχαν 4 ως 4.5 οκτάβες έκταση.
Την ιδέα του μηχανισμού αυτού πήρε στη Γερμανία ο Γκότφριντ Ζίλμπερμαν ( Silbermann), που κατασκεύασε το 1726 2 πιάνα και τα έθεσε υπο τη κρίση του Μπάχ ( Bach) του οποίου η μάλλον αρνητική γνώμη πιθανόν οδήγησε σε βελτιώσεις. Να σημειωθεί εδώ ότι ενώ τα πρώτα pianoforte κατασκευάστηκαν την εποχή του Μπαρόκ και μερικοί από τους πιο διάσημους συνθέτες της εποχής γνώριζαν την ύπαρξή τους, ο ασθενής τους ήχος δεν τους επέτρεψε να ανταγωνιστούν το τσέμπαλο. Νέα ώθηση στη κατασκευή των πιάνων θα δοθεί στην Αγγλία από τους Τσούμπε (Zumpe) και Γ.Κρ.Μπαχ και στη Βιέννη από τους Streicher- Stein οι οποίοι θα δώσουν μεγαλύτερη σημασία όχι τόσο στη δυναμική όσο στη ποιοτική προβολή του ήχου. Παρ’ όλες όμως τις βελτιώσεις, οι εκτελεστές δεν μένουν ακόμα ικανοποιημένοι. Η έλλειψη μηχανισμού γρήγορης επανάκρουσης της χορδής παραμένει το βασικό μειονέκτημα. Σε αυτή την αδυναμία του μηχανισμού, ο Εράρ (Εrard) στη Γαλλία θα προτείνει το μηχανισμό του διπλού χτυπήματος τον οποίο θα ολοκληρώσει το 1823 και με τον οποίο θα γίνει δυνατό το γρήγορο παίξιμο που οδήγησε στη δεξιοτεχνική εκτέλεση του πιάνου του 19ου και 20ου αιώνα. Στα μέσα του 19ου αιώνα κατασκευάζονται 3 τύποι οργάνων: Το τραπεζοειδές για μικρούς χώρους και τα πιάνα με οριζόντιο (πιάνα με «ουρά») και κάθετο (όρθια πιάνα) χορδικό σύστημα. Το όρθιο πιάνο εξελίχθηκε από τον Τ. Χόουκινς στη Φιλαδέλφεια (1800) και τον Ρ. Ουώρνεμ τον νεότερο στο Λονδίνο (1811, τελειοποιήθηκε το 1829).Το μοντέλο που υπάρχει σήμερα είναι ως επί το πλείστον βασισμένο σε εκείνο του Ουόρνεμ.
Ο Χόουκινς εισήγαγε επίσης το σιδερένιο σκελετό, το πλεονέκτημα του οποίου ήταν η δυνατότητα χρήσης χορδών μεγαλύτερης τάσης (τεντώματος) από ότι επέτρεπε ο ξύλινος σκελετός και έτσι γινόταν δυνατή η χρήση πιο χοντρού σύρματος που παράγει πλουσιότερο ήχο. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα έχει πια βελτιωθεί ριζικά η κατασκευή πιάνων τόσο σε επίπεδο υλικών όσο και στο επίπεδο του μηχανισμού. Σε αυτό συνέβαλε επίσης και η συνεργασία των κατασκευαστών με τους συνθέτες και εκτελεστές για τη δημιουργία οργάνων που θα ήσαν σύμφωνα με τις συνθετικές και ερμηνευτικές ανάγκες τους. Κατά τη περίοδο αυτή εμφανίστηκαν μερικοί από τους σημαντικότερους κατασκευαστές πιάνων σε παγκόσμιο επίπεδο ακόμα και σήμερα: ο Bösendorfer στη Βιέννη, ο Bechstein στο Βερολίνο, ο Steinway στη Νέα Υόρκη και προς το τέλος του 19ου αιώνα η Yamaha στην Ιαπωνία.
Σήμερα το σύγχρονο πιάνο έχει σιδερένιο σκελετό και είναι είτε όρθιο είτε με ουρά. Η έκτασή του είναι 71/3 οκτάβες με 88 πλήκτρα αν και ορισμένα μοντέλα Bösendorfer έχουν έκταση 8 οκτάβες. Και οι 2 τύποι πιάνου αποτελούνται από ηχείο, σώμα υποστήριξης, πλαίσιο, χορδές, πληκτρολόγιο, πεντάλ και βασικό μηχανισμό. Πάνω στο πλαίσιο ακουμπά το ηχείο κατασκευασμένο από ξύλο ελάτου και μαντέμι. Το σύγχρονο πιάνο έχει 1 χορδή για μερικές από τις χαμηλές νότες, 2 για το μεσαίο τμήμα, και 3 για το υψηλότερο. Οι χαμηλότερες χορδές περιβάλλονται από χάλκινο σπείρωμα που αυξάνει τον όγκο τους δίχως να μειώνει πολύ την ευελιξία τους.Oι χορδές είναι φτιαγμένες από ατσάλινο σύρμα και η ποικιλοβαρής πίεση του διαφορετικού μεγέθους των χορδών μοιράζεται ως επί το πλείστον με διασταύρωση χορδών (Overstringing), δηλ. με το να περνά μια ομάδα χορδών σχεδόν διαγώνια πάνω από μια άλλη.
Σε ένα πιάνο υπάρχουν συνήθως 52 λευκά πλήκτρα (από ελεφαντόδοντο ή άσπρο πλαστικό υλικό) και 36 μαύρα πλήκτρα ( είτε από έβενο είτε από μαύρο πλαστικό υλικό). Τα πλήκτρα όταν πιεσθούν, σηκώνουν τα ξύλινα σφυράκια που είναι ντυμένα με μαλακό κετσέ («πνιγέας») και τα οποία στηρίζονται στη χορδή. Η χορδή έτσι μπορεί και ταλαντώνεται ελεύθερα παράγοντας ήχο, ώσπου το πλήκτρο, επιστρέφοντας στην αρχική του θέση, ξαναρίχνει τον πνιγέα.
Το αντηχείο του πιάνου (sound- board) – που βρίσκεται πίσω από τις χορδές στο όρθιο πιάνο και κάτω από αυτές στο μεγάλο- εκπληρώνει την ίδια αποστολή με το σώμα ενός βιολιού: δίχως αυτό ο ήχος θα ήταν πολύ λεπτός και ασθενικός .Επίσης, ιδίως στο πιάνο με ουρά, το καπάκι που βρίσκεται πάνω από το ηχείο όταν ανοιχθεί (ή ανάλογα με το ύψος που θα ανοιχθεί) μετατρέπεται σε ζωτικής σημασίας ηχητικό μεταδότη. Τα πεντάλ του πιάνου είναι τα εξής: α) Το πεντάλ «διαρκείας» (Sustaining Pedal), παρατείνει τον ήχο όσο το πατάμε, απομακρύνοντας όλη τη σειρά των σιγαστήρων («πνιγέων») από τις χορδές. Με αυτό τον τρόπο όποιος φθόγγος ή συγχορδία παιχτεί αποκτά μεγαλύτερη διάρκεια, ακόμα και αν τα δάκτυλα δεν πατούν πια τα πλήκτρα. Επίσης οι αρμονικοί της χορδής εμπλουτίζονται από τη «συμπαθητική» αντήχηση αυτών που προέρχονται από άλλες ελεύθερα δονούμενες χορδές, με αποτέλεσμα έναν πιο πλούσιο ήχο. β) Το πεντάλ Sostenuto, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στον εκτελεστή να επιλέξει τους φθόγγους που θέλει να κρατηθούν. Το εισήγαγε η εταιρεία Steinway και τελειοποιήθηκε το 1874. γ) Πεντάλ una corda ή σουρντίνα. Στα πιάνα με ουρά μετακινεί το πληκτρολόγιο καθώς και μια σειρά σφυριών προς τα δεξιά ώστε να κρούεται μια μόνο χορδή ( una corda) αντί για τρεις, ενώ στα όρθια πιάνα μετακινεί ολόκληρη τη σειρά των σφυριών προς τις χορδές, μειώνοντας έτσι τη διαδρομή τους και κατά συνέπεια τη κρουστική δύναμή τους. Το πιάνο χορδίζεται σύμφωνα με το συγκερασμένο σύστημα, δηλ. την διαίρεση της οκτάβας σε 12 ίσα ημιτόνια πράγμα που κατέστησε δυνατή την αντιστοιχία τους σε 12 πλήκτρα ( ωστόσο να σημειωθεί εδώ ότι το χόρδισμα της ισοσυγκερασμένης οκτάβας, γίνεται με μια σειρά από λίγο «μικρότερες» πέμπτες και λίγο «μεγαλύτερες» τέταρτες από τις φυσικές). Τελειώνοντας αυτή την επισκόπηση κατασκευής του «βασιλιά των οργάνων» κατά τον Φ. Λίστ ( Liszt), να θυμίσουμε πως εκτός του ( πολύτιμου) κάματου των κατασκευαστών του οργάνου, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τη συμβολή όλων εκείνων των συνθετών και εκτελεστών (από το 17ο αιώνα και εντεύθεν), που με το δημιουργικό τους έργο προέβαλαν και καταξίωσαν στη συνείδηση ειδημόνων και μη αυτό το εξαιρετικών, πραγματικά, δυνατοτήτων όργανο.
ΒΙΟΛΙ
Βιολί: Ιταλικά Violino υποκοριστικό του viola, γαλλικά violon, αγγλικά violin, γερμανικά Geige.
Ίσως δεν ξέρετε ότι...
α) Το βιολί, που εδώ και 350 χρόνια θεωρείται ο βασιλιάς των οργάνων, υπήρξε στις αρχές τις ιστορίας του ένα όργανο που απλώς συνόδευε τη μουσική σε χορούς και πανηγύρια και οι βιολιστές είχαν τη φήμη κατώτερων μουσικών!
β) Τα αριστουργήματα των μεγάλων Ιταλών κατασκευαστών έχουν πολλές φορές ανυπολόγιστη αξία ξεπερνώντας τα 350.000.000 δρχ, δηλαδή περίπου 1.000.000 ευρω.
Ίσως δεν ξέρετε ότι...
α) Το βιολί, που εδώ και 350 χρόνια θεωρείται ο βασιλιάς των οργάνων, υπήρξε στις αρχές τις ιστορίας του ένα όργανο που απλώς συνόδευε τη μουσική σε χορούς και πανηγύρια και οι βιολιστές είχαν τη φήμη κατώτερων μουσικών!
β) Τα αριστουργήματα των μεγάλων Ιταλών κατασκευαστών έχουν πολλές φορές ανυπολόγιστη αξία ξεπερνώντας τα 350.000.000 δρχ, δηλαδή περίπου 1.000.000 ευρω.
Το σώμα (σκάφος) του βιολιού αποτελείται από δύο κυρτές επιφάνειες, τη ράχη που κατασκευάζεται από σκληρό ξύλο (σφεντάμι) και το καπάκι (αρμονική τράπεζα) που κατασκευάζεται από μαλακό ξύλο (πεύκο ή έλατο,). Η κυρτότητα των επιφανειών δεν προκύπτει με μηχανικό τρόπο, αλλά δημιουργείται με κατάλληλη κοπή από το σώμα της πρώτης ύλης.
Το μπράτσο του βιολιού κατασκευάζεται από σφεντάμι και καταλήγει στον κοχλία, στον οποίο ανοίγονται τρύπες για να τοποθετηθούν τα κλειδιά. Επάνω στο μπράτσο κολλιέται η γλώσσα από έβενο ή ροδόξυλο. Από το ίδιο υλικό είναι και ο χορδοστάτης, στον οποίο στηρίζονται οι χορδές. Ανάμεσα στη γλώσσα και το χορδοστάτη βρίσκεται ο καβαλάρης, ο οποίος στηρίζεται σε δύο ποδαράκια και έχει προορισμό να μεταφέρει τις ταλαντώσεις των χορδών στο καπάκι, το οποίο με τη σειρά του τις μεταφέρει στην κοιλότητα του σκάφους. Πάνω στο καπάκι, στην άκρη του χορδοστάτη υπάρχει μία υποδοχή που εξυπηρετεί το κράτημα του βιολιού με το σαγόνι.Το καπάκι στηρίζεται από κάτω με μια λεπτή ξύλινη μπάρα που περνά κατά μήκος του ηχείου και σφηνώνεται στο καπάκι συμβάλλοντας στην αντίχηση του οργάνου. Στο εσωτερικό του οργάνου, κάτω από το πόδι εκείνο του καβαλάρη όπου επάνω του περνάει η «ψειλότερη» χορδή και σφηνωμένη ανάμεσα στο καπάκι και στη ράχη του βιολιού βρίσκεται η ψυχή: ένα λεπτό ραβδάκι από πεύκο που μεταβιβάζει τις ταλαντώσεις των χορδών στη ράχη του οργάνου, συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση του χαρακτηριστικού ήχου του βιολιού.
Το δοξάρι του βιολιού είναι ένα τόξο, με το οποίο τεντώνονται 150-250 τρίχες αλόγου. Οι τρίχες αλείφονται με ρετσίνι για να "πιάνουν" καλύτερα στις χορδές. Οι τέσσερις χορδές του βιολιού που κατασκευάζονταν αρχικά από έντερο ζώων και αργότερα από χαλκό και από χάλυβα, κουρδίζονται σε αποστάσεις πέμπτης (σολ,ρε,λα,μι).Το συνολικό του μήκος του είναι 600 χιλιοστά.
Η έκταση ήχων του βιολιού καλύπτει τέσσερις οκτάβες, από το σολ μέχρι το σολ4. O χαρακτηριστικός συνεχής ήχος του βιολιού δημιουργείται με γλύστριμα του δοξαριού πάνω στις χορδές. Με έλεγχο στην πίεση και την ταχύτητα του δοξαριού, το οποίο λειτουργεί ως προέκταση του ενός χεριού και με κατάλληλες κινήσεις και λαβές των δακτύλων του άλλου χεριού στις χορδές, επηρεάζει ο βιολινίστας κατά την εκτέλεση ενός μουσικού κομματιού:
- τη δυναμική (από molto pianissimo μέχρι molto fortissimo,)
- τους εκφραστικούς χρωματισμούς (π.χ. παθητικά, τραγουδιστά, με κέφι, θριαμβευτικά, θλιμμένα)
- και την άρθρωση μεταξύ των φθόγγων, όπως το πηδηχτό (saltato), το τονισμένο(marcato), το τρεμουλιαστό (tremolo), το τσιμπητό (pizzicato) ,τις τρίλιες(trillo), τους αρπισμούς (arpeggio), με γλύστρημα (glissando) κ.ά.
Με το βιολί είναι δυνατόν να εκτελεστούν επίσης διπλοί φθόγγοι και, με κατάλληλες τεχνικές συνθέσεως, ακόμα και τετραφωνικές μελωδίες (Μπαχ). Το βιολί μπορεί να υπογραμμίσει την παρουσία του ανάμεσα σε άλλα όργανα, ακόμα κι αν αυτά έχουν εκ κατασκευής ισχυρότερο ήχο, όπως στα αποσπάσματα που ακολουθούν, από το Κουιντέτο της Πέστροφας του Σούμπερτ και τη σονάτα Regenlied τoυ Μπραμς. Στη ραψωδία Tzigane του Ραβέλ εκτελεί το βιολί αρπισμούς και πιτσικάτα του αριστερού χεριού, ενώ το όμποε παίζει τη μελωδία.
'Οσο εντυπωσιακοί κι αν είναι όμως οι ήχοι του μεμονωμένου βιολιού, το σύνολο των βιολιών μίας ορχήστρας δίνει ένα διαφορετικό, πλούσιο και γεμάτο ήχο - εδώ παίζουν μόνο τα πρώτα και δεύτερα βιολιά στην πρώτη συμφωνία του Μπραμς. Στο έργο Πιτσικάτο Πόλκα των Γιόχαν και Γιόζεφ Στράους παίζουν τα έγχορδα τον τσέχικο ρυθμό της πόλκας μόνο με πιτσικάτο. 'Οχι σπάνια απαιτείται από τα βιολιά της ορχήστρας εκτέλεση στα όρια της δεξιοτεχνίας, όπως για παράδειγμα σε διάφορα σημεία της δεύτερης και τρίτης εισαγωγής Leonore του Μπετόβεν. To βιολί έχει επίσης συχνά σημαντικό ρόλο σε κομμάτια για Jazz.
Παράλληλα με το πιάνο, το βιολί είναι το πιο διαδεδωμένο σόλο μουσικό όργανο. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για την καταγωγή του: από τα έγχορδα μουσικά όργανα, που έφεραν οι Aραβες τον 8ο αιώνα στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες,από τα μεσαιωνικά κρότες και βιέλες. Αυτά τα μουσικά όργανα διαφέρουν από το βιολί κατά το ότι δεν στηρίζονται στον ώμο. Πλήθος από γεγονότα όμως ενισχύουν την υπόθεση του βιολιού από τα λαϊκά μουσικά όργανα των Σλάβων. Σε πολωνικές περιοχές υπήρχε ήδη από το 15ο αιώνα όργανο με δοξάρι,τύπου βιολιού με τρεις χορδες κουρδισμένες ανά πέμπτες. Αυτό το λαϊκό βιολί δεν είχε ακόμα αυστηρά καθορισμένες αναλογίες, δεν ήταν βερνικωμένο και είχε οξύ, και τραχύ ήχο(γι’αυτό στα πολωνικά το βιολί λέγεται Skzupse).
Εξελίχθηκε κατά την Αναγέννηση από παλαιότερα έγχορδα με δοξάρι: το μεσαιωνικό fiddle,τον ιταλικό «απόγονο» του, του 16ου αιώνα, τη lira nta braccio και το ρεμπέκ. Όπως οι πρόγονοι του, αλλά αντίθετα με τον «ξάδελφό» του τη βιόλα ντα γκάμπα, το βιολί έχει μπράτσο χωρίς τάστα.
Το βιολί αναγνωρίστηκε από παλαιά για τον τραγουδιστό του ήχο, ιδιαίτερα στην γενέτειρα του Ιταλία, όπου οι πρώτοι κατασκευαστές του, Γκασπάρο ντα Σαλό, Αντρέα Αμάτι και Τζοβάνι Πάολο Ματζίνι διαμόρφωσαν τις μέσες διαστάσεις του πριν από το τέλος του 16ου αιώνα. Το βιολί κατά την εξέλιξη του υπέστη πολλές αλλαγές χάρη στις οποίες προσαρμόστηκε στον εκάστοτε μουσικό ρόλο του.
Γενικά το καπάκι και η ράχη στα πρώτα βιολιά ήταν πιο κυρτά. Τα πιο σύγχρονα, μετά τις καινοτομίες του Αντόνιο Στρατιβάρι (1644-1737),αποκτούν ρηχότερο ηχείο και έχουν αδρότερο ήχο. Κατά τον 19ο αιώνα με την εμφάνιση των βιρτουόζων βιολιστών και των μεγαλύτερων διαστάσεων που αποκτούν οι αίθουσες συναυλιών, το βιολί παίρνει την τελική γνωστή του μορφή ως προς το σχέδιο και την κατασκευή του.
Ο καβαλάρης γίνεται ψηλότερος, η ψυχή και η ξύλινη μπάρα παχύτερες και το ηχείο πιο επίπεδο. Το χέρι αποκτά μια κλίση προς τα πίσω αυξάνοντας την πίεση των χορδών επάνω στον καβαλάρη. Το αποτέλεσμα ήταν ένας λαμπρότερος και δυνατότερος ήχος σε σχέση με τον ευαίσθητο ήχο των βιολιών του 18ου αιώνα.
Τα πρώτα βιολιά χρησιμοποιήθηκαν για την εκτέλεση έργων λαϊκής και χορευτικής μουσικής. Κτα τον 17ο αιώνα το βιολί αντικατέστησε την βιόλα ντα γκάμπα ως το σημαντικότερο έγχορδο στη μουσική δωματίου. Ο Ιταλός συνθέτης Μοντεβέρντι περιέλαβε και βιολιά στην ορχήστρα της όπερας του Ορφέας.
Το 1626 ιδρύθηκε στη Γαλλία η βασιλική ορχήστρα «Les 24 Violons du Roi» (Τα 24 βιολιά του βασιλιά). Ο Αρκάντζελο Κορέλι δεξιοτέχνης βιολιστής, ήταν από τους πρώτους συνθέτες που συνέβαλαν στην εξέλιξη της βιολιστικής μουσικής γραφής όπως οι Βιβάλντι, Γ. Σ. Μπαχ και ο βιολιστής Τζουζέπε Ταρτίνι.
Από το 18ο αιώνα και μετέπειτα οι περισσότεροι μεγάλοι συνθέτες έγραψαν μουσική για σόλο βιολί μεταξύ των οποίων οι Μότσαρτ, Μπετόβεν, Σούμαν, Μπραμς, Έντβαρντ, Γκρηκ, Πάουλ Χίντεμιτ, Aρνολντ Σαίνμπερκ, και Αλμπάν Μπεργκ. Δεξιοτέχνες βιολιστές, όπως οι Φραντσέσκο Τζεμινιάνι (1687-1762), Νικολό Παγκανίνι (1782-1840), Γιόζεφ Γιόαχιμ (1831-1907), Φριτς Κράισλερ (1875-1962), Γεχούντι Μενουχίν, και Νταβίντ Όιστρακ (1908-1974) στάθηκαν το ερέθισμα να γραφούν αξιόλογα έργα για το όργανο αυτό. Το βιολί αφομοιώθηκε από έντεχνη μουσική της Εγγύς Ανατολής και της Νότιας Ινδίας και, όπως το φίντλ, παίζεται στη λαϊκή μουσική πολλών χωρών.
Βιβλιογραφία:
- http://sfr.ee.teiath.gr/htmSELIDES/MusOrg/Instrum21.htm
- http://www.rom.gr/rom14/cdromweb/EGXORDA.htm
- Μεγάλη σοβιετική εγκυκλοπαίδεια Εκδ.Εταιρία: «ΑΚΑΔΗΜΟΣ» Α.Ε.- Πάπυρους Λαρούς Μπριτάνικα Εκδόσεις: «ΠΑΠΥΡΟΣ»
Το μπράτσο του βιολιού κατασκευάζεται από σφεντάμι και καταλήγει στον κοχλία, στον οποίο ανοίγονται τρύπες για να τοποθετηθούν τα κλειδιά. Επάνω στο μπράτσο κολλιέται η γλώσσα από έβενο ή ροδόξυλο. Από το ίδιο υλικό είναι και ο χορδοστάτης, στον οποίο στηρίζονται οι χορδές. Ανάμεσα στη γλώσσα και το χορδοστάτη βρίσκεται ο καβαλάρης, ο οποίος στηρίζεται σε δύο ποδαράκια και έχει προορισμό να μεταφέρει τις ταλαντώσεις των χορδών στο καπάκι, το οποίο με τη σειρά του τις μεταφέρει στην κοιλότητα του σκάφους. Πάνω στο καπάκι, στην άκρη του χορδοστάτη υπάρχει μία υποδοχή που εξυπηρετεί το κράτημα του βιολιού με το σαγόνι.Το καπάκι στηρίζεται από κάτω με μια λεπτή ξύλινη μπάρα που περνά κατά μήκος του ηχείου και σφηνώνεται στο καπάκι συμβάλλοντας στην αντίχηση του οργάνου. Στο εσωτερικό του οργάνου, κάτω από το πόδι εκείνο του καβαλάρη όπου επάνω του περνάει η «ψειλότερη» χορδή και σφηνωμένη ανάμεσα στο καπάκι και στη ράχη του βιολιού βρίσκεται η ψυχή: ένα λεπτό ραβδάκι από πεύκο που μεταβιβάζει τις ταλαντώσεις των χορδών στη ράχη του οργάνου, συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση του χαρακτηριστικού ήχου του βιολιού.
Το δοξάρι του βιολιού είναι ένα τόξο, με το οποίο τεντώνονται 150-250 τρίχες αλόγου. Οι τρίχες αλείφονται με ρετσίνι για να "πιάνουν" καλύτερα στις χορδές. Οι τέσσερις χορδές του βιολιού που κατασκευάζονταν αρχικά από έντερο ζώων και αργότερα από χαλκό και από χάλυβα, κουρδίζονται σε αποστάσεις πέμπτης (σολ,ρε,λα,μι).Το συνολικό του μήκος του είναι 600 χιλιοστά.
Η έκταση ήχων του βιολιού καλύπτει τέσσερις οκτάβες, από το σολ μέχρι το σολ4. O χαρακτηριστικός συνεχής ήχος του βιολιού δημιουργείται με γλύστριμα του δοξαριού πάνω στις χορδές. Με έλεγχο στην πίεση και την ταχύτητα του δοξαριού, το οποίο λειτουργεί ως προέκταση του ενός χεριού και με κατάλληλες κινήσεις και λαβές των δακτύλων του άλλου χεριού στις χορδές, επηρεάζει ο βιολινίστας κατά την εκτέλεση ενός μουσικού κομματιού:
- τη δυναμική (από molto pianissimo μέχρι molto fortissimo,)
- τους εκφραστικούς χρωματισμούς (π.χ. παθητικά, τραγουδιστά, με κέφι, θριαμβευτικά, θλιμμένα)
- και την άρθρωση μεταξύ των φθόγγων, όπως το πηδηχτό (saltato), το τονισμένο(marcato), το τρεμουλιαστό (tremolo), το τσιμπητό (pizzicato) ,τις τρίλιες(trillo), τους αρπισμούς (arpeggio), με γλύστρημα (glissando) κ.ά.
Με το βιολί είναι δυνατόν να εκτελεστούν επίσης διπλοί φθόγγοι και, με κατάλληλες τεχνικές συνθέσεως, ακόμα και τετραφωνικές μελωδίες (Μπαχ). Το βιολί μπορεί να υπογραμμίσει την παρουσία του ανάμεσα σε άλλα όργανα, ακόμα κι αν αυτά έχουν εκ κατασκευής ισχυρότερο ήχο, όπως στα αποσπάσματα που ακολουθούν, από το Κουιντέτο της Πέστροφας του Σούμπερτ και τη σονάτα Regenlied τoυ Μπραμς. Στη ραψωδία Tzigane του Ραβέλ εκτελεί το βιολί αρπισμούς και πιτσικάτα του αριστερού χεριού, ενώ το όμποε παίζει τη μελωδία.
'Οσο εντυπωσιακοί κι αν είναι όμως οι ήχοι του μεμονωμένου βιολιού, το σύνολο των βιολιών μίας ορχήστρας δίνει ένα διαφορετικό, πλούσιο και γεμάτο ήχο - εδώ παίζουν μόνο τα πρώτα και δεύτερα βιολιά στην πρώτη συμφωνία του Μπραμς. Στο έργο Πιτσικάτο Πόλκα των Γιόχαν και Γιόζεφ Στράους παίζουν τα έγχορδα τον τσέχικο ρυθμό της πόλκας μόνο με πιτσικάτο. 'Οχι σπάνια απαιτείται από τα βιολιά της ορχήστρας εκτέλεση στα όρια της δεξιοτεχνίας, όπως για παράδειγμα σε διάφορα σημεία της δεύτερης και τρίτης εισαγωγής Leonore του Μπετόβεν. To βιολί έχει επίσης συχνά σημαντικό ρόλο σε κομμάτια για Jazz.
Παράλληλα με το πιάνο, το βιολί είναι το πιο διαδεδωμένο σόλο μουσικό όργανο. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για την καταγωγή του: από τα έγχορδα μουσικά όργανα, που έφεραν οι Aραβες τον 8ο αιώνα στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες,από τα μεσαιωνικά κρότες και βιέλες. Αυτά τα μουσικά όργανα διαφέρουν από το βιολί κατά το ότι δεν στηρίζονται στον ώμο. Πλήθος από γεγονότα όμως ενισχύουν την υπόθεση του βιολιού από τα λαϊκά μουσικά όργανα των Σλάβων. Σε πολωνικές περιοχές υπήρχε ήδη από το 15ο αιώνα όργανο με δοξάρι,τύπου βιολιού με τρεις χορδες κουρδισμένες ανά πέμπτες. Αυτό το λαϊκό βιολί δεν είχε ακόμα αυστηρά καθορισμένες αναλογίες, δεν ήταν βερνικωμένο και είχε οξύ, και τραχύ ήχο(γι’αυτό στα πολωνικά το βιολί λέγεται Skzupse).
Εξελίχθηκε κατά την Αναγέννηση από παλαιότερα έγχορδα με δοξάρι: το μεσαιωνικό fiddle,τον ιταλικό «απόγονο» του, του 16ου αιώνα, τη lira nta braccio και το ρεμπέκ. Όπως οι πρόγονοι του, αλλά αντίθετα με τον «ξάδελφό» του τη βιόλα ντα γκάμπα, το βιολί έχει μπράτσο χωρίς τάστα.
Το βιολί αναγνωρίστηκε από παλαιά για τον τραγουδιστό του ήχο, ιδιαίτερα στην γενέτειρα του Ιταλία, όπου οι πρώτοι κατασκευαστές του, Γκασπάρο ντα Σαλό, Αντρέα Αμάτι και Τζοβάνι Πάολο Ματζίνι διαμόρφωσαν τις μέσες διαστάσεις του πριν από το τέλος του 16ου αιώνα. Το βιολί κατά την εξέλιξη του υπέστη πολλές αλλαγές χάρη στις οποίες προσαρμόστηκε στον εκάστοτε μουσικό ρόλο του.
Γενικά το καπάκι και η ράχη στα πρώτα βιολιά ήταν πιο κυρτά. Τα πιο σύγχρονα, μετά τις καινοτομίες του Αντόνιο Στρατιβάρι (1644-1737),αποκτούν ρηχότερο ηχείο και έχουν αδρότερο ήχο. Κατά τον 19ο αιώνα με την εμφάνιση των βιρτουόζων βιολιστών και των μεγαλύτερων διαστάσεων που αποκτούν οι αίθουσες συναυλιών, το βιολί παίρνει την τελική γνωστή του μορφή ως προς το σχέδιο και την κατασκευή του.
Ο καβαλάρης γίνεται ψηλότερος, η ψυχή και η ξύλινη μπάρα παχύτερες και το ηχείο πιο επίπεδο. Το χέρι αποκτά μια κλίση προς τα πίσω αυξάνοντας την πίεση των χορδών επάνω στον καβαλάρη. Το αποτέλεσμα ήταν ένας λαμπρότερος και δυνατότερος ήχος σε σχέση με τον ευαίσθητο ήχο των βιολιών του 18ου αιώνα.
Τα πρώτα βιολιά χρησιμοποιήθηκαν για την εκτέλεση έργων λαϊκής και χορευτικής μουσικής. Κτα τον 17ο αιώνα το βιολί αντικατέστησε την βιόλα ντα γκάμπα ως το σημαντικότερο έγχορδο στη μουσική δωματίου. Ο Ιταλός συνθέτης Μοντεβέρντι περιέλαβε και βιολιά στην ορχήστρα της όπερας του Ορφέας.
Το 1626 ιδρύθηκε στη Γαλλία η βασιλική ορχήστρα «Les 24 Violons du Roi» (Τα 24 βιολιά του βασιλιά). Ο Αρκάντζελο Κορέλι δεξιοτέχνης βιολιστής, ήταν από τους πρώτους συνθέτες που συνέβαλαν στην εξέλιξη της βιολιστικής μουσικής γραφής όπως οι Βιβάλντι, Γ. Σ. Μπαχ και ο βιολιστής Τζουζέπε Ταρτίνι.
Από το 18ο αιώνα και μετέπειτα οι περισσότεροι μεγάλοι συνθέτες έγραψαν μουσική για σόλο βιολί μεταξύ των οποίων οι Μότσαρτ, Μπετόβεν, Σούμαν, Μπραμς, Έντβαρντ, Γκρηκ, Πάουλ Χίντεμιτ, Aρνολντ Σαίνμπερκ, και Αλμπάν Μπεργκ. Δεξιοτέχνες βιολιστές, όπως οι Φραντσέσκο Τζεμινιάνι (1687-1762), Νικολό Παγκανίνι (1782-1840), Γιόζεφ Γιόαχιμ (1831-1907), Φριτς Κράισλερ (1875-1962), Γεχούντι Μενουχίν, και Νταβίντ Όιστρακ (1908-1974) στάθηκαν το ερέθισμα να γραφούν αξιόλογα έργα για το όργανο αυτό. Το βιολί αφομοιώθηκε από έντεχνη μουσική της Εγγύς Ανατολής και της Νότιας Ινδίας και, όπως το φίντλ, παίζεται στη λαϊκή μουσική πολλών χωρών.
Βιβλιογραφία:
- http://sfr.ee.teiath.gr/htmSELIDES/MusOrg/Instrum21.htm
- http://www.rom.gr/rom14/cdromweb/EGXORDA.htm
- Μεγάλη σοβιετική εγκυκλοπαίδεια Εκδ.Εταιρία: «ΑΚΑΔΗΜΟΣ» Α.Ε.- Πάπυρους Λαρούς Μπριτάνικα Εκδόσεις: «ΠΑΠΥΡΟΣ»
ΚΙΘΑΡΑ
Παρασκευή, 15 Απριλίου 2011
Η ιστορία της κιθάρας,
Ο όρος κιθάρα χρησιμοποιείτο στην Ελληνική Αρχαιότητα για να περιγράψει ένα έγχορδο μουσικό όργανο που ανήκε στην οικογένεια της λύρας.
Σήμερα η λέξη κιθάρα αναφέρεται στο σύγχρονο μουσικό όργανο "guitar" (ένας όρος που προέρχεται από το Αρχαιοελληνικό όρο κιθάρα). Το άρθρο αυτό αναφέρεται σε αυτή την σύγχρονη χρήση του όρου δηλαδή στο όργανο guitar. Η σύγχρονη κιθάρα είναι ένα έγχορδο νυκτό μουσικό όργανο που ανήκει στην οικογένεια του λαούτου. Στη σύγχρονη εκδοχή της, αποτελείται συνήθως από έξι χορδές, ωστόσο συναντώνται και παραλλαγές με επτά, οκτώ, δέκα, δώδεκα και δεκαοκτώ. Ο όρος κιθάρα περιγράφει εν γένει αρκετά όργανα που εμφανίζουν παραλλαγές ως προς τη μορφολογία τους ή τον τρόπο εκτέλεσής τους. Σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης Hornbostel-Sachs, ανήκει στα σύνθετα χορδόφωνα. Από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα αποτελεί ένα από τα πλέον δημοφιλή μουσικά όργανα, καθώς χρησιμοποιείται σε μια πληθώρα μουσικών ειδών, όπως η τζαζ, μπλουζ, ροκ,heavy metal ποπ, λαϊκή και παραδοσιακή μουσική, ενώ στη νεότερη ιστορία της χρησιμοποιείται σε ένα αυξανόμενο ρεπερτόριο κλασσικής μουσικής.
Ιστορία
Τα ίχνη της Ιστορίας της Κιθάρας μπορούν να ανιχνευθούν από τον 15ο αιώνα, με την πρώτη «σύγχρονου τύπου» Κιθάρα να συναντιέται στην Ισπανία. Οι πρώτες κιθάρες ήταν πολύ μικρές και αρχικά είχαν τέσσερα ζεύγη χορδών. Η ισπανική κιθάρα (ή Κλασσική κιθάρα) είναι καμπυλωτή στο σώμα και χρησιμοποιεί την κοιλότητα του σώματος για την ενίσχυση του ήχου. Αρχικά, χρησιμοποιούνταν χορδές από έντερα αγελάδας, αργότερα νεύρα διάφορων ζώων, οι οποίες αργότερα αντικαταστάθηκαν από νάιλον και ατσάλινες χορδές που χρησιμοποιούνται και σήμερα. Το 16ο αιώνα οι κιθάρες έγιναν όργανα με πέντε ζεύγη χορδών.
Οι συνθέτες για αυτά τα μουσικά όργανα έγραψαν κυρίως σε σημειογραφία ταμπλατούρας. Η Ιταλία ήταν η πρωτεύουσα του κιθαριστικού κόσμου του 17ου αιώνα. Στη Γαλλία η κιθάρα έγινε το όργανο της αριστοκρατίας και των ευγενών. Παρόλα αυτά, η Ισπανική Σχολή της κλασσικής κιθάρας και η κατασκευή της Ισπανικής κιθάρας άρχισε να ακμάζει μόλις μετά το τέλος του 18ου αιώνα. Οι Ιταλοί συνθέτες έγραψαν ένα μεγάλο αριθμό σημαντικών έργων και όπως οι κιθαριστές και οι κατασκευαστές των οργάνων , έτσι και αυτοί ταξίδευαν συχνά.
Ο σημαντικότερος παράγοντας στην ανάπτυξη της κλασσικής κιθάρας ήταν η προσθήκη της έκτης χορδής στο μουσικό αυτό όργανο περίπου στα μέσα του 18ου αιώνα. Κατά το 19ο αιώνα, οι αλλαγές στις κοινωνικές συνθήκες και η βελτίωση στα μέσα μετακίνησης και μεταφοράς συντέλεσαν στην ανάπτυξη και στη διάδοση της κιθάρας και ενθάρρυναν τους κιθαριστές να ταξιδεύουν παγκοσμίως.
Η μουσική της κλασσικής κιθάρας άνθισε το 19ο αιώνα στην Ισπανία. To 1850-1892 o Α. Τorres έδωσε τη βασική μορφή της κιθάρας, με την οποία την ξέρουμε και σήμερα. Τον 20ο αιώνα η επαναστατική τεχνολογική πρόοδος και η ραγδαία εξέλιξη των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και πληροφόρησης είναι οι φορείς στους οποίους οφείλεται η δημοσιότητα και η αναγνώριση που έχει λάβει η Κλασσική Κιθάρα.
Η εξάχορδη κιθάρα έκανε την εμφάνισή της στα μέσα του 18ου αιώνα και είχε έξι μονές χορδές αντί για ζεύγη χορδών, σε αντίθεση με τους προκάτοχούς της (τετράχορδα και πεντάχορδα μουσικά όργανα). Στην Ιστορία της κιθάρας δεν υπάρχει ακριβής ημερομηνιακή καταγραφή του γεγονότος εμφάνισης της κιθάρας, ωστόσο ήταν μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις. Το 1850-1892 ο κατασκευαστής κιθάρων Manual Torres ανέπτυξε το μουσικό όργανο στη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα, με μεγαλύτερο και πιο ηχηρό σώμα (ηχείο). Κατά το 19ο αιώνα η κιθάρα, όπως την συναντάμε σήμερα, αναπτύχθηκε και βελτιώθηκε στο σχήμα και στα μηχανικά κλειδιά.
Επίσης, εμφανίστηκαν και άλλες ποικιλίες όπως η δωδεκάχορδη κιθάρα, η χαβανέζικη κιθάρα, ακουστική κιθάρα.
Μέρη Κιθαρας
Η κιθάρα αποτελείται από δύο κύρια μέρη: το σώμα και το μπράτσο.
Σώμα
Το σώμα είναι το πλατύ μέρος της κιθάρας. Ο βασικός ρόλος του είναι να αποτελέσει το σημείο στο οποίο κομπλάρουν οι χορδές για να στηριχτούν σωστά, και περιλαμβάνει τη γέφυρα (ή αλλιώς καβαλάρη) που τεντώνει τις χορδές πάνω από την υπόλοιπη κιθάρα. Χρησιμεύει επίσης και σαν σημείο στήριξης του χεριού που χτυπάει τις χορδές. Στην κλασική και ακουστική κιθάρα είναι κοίλο και χρησιμεύει σαν αντηχείο που ενισχύει τον ήχο της κιθάρας με φυσικό τρόπο, ενώ το ξύλο, το σχέδιο και η ποιότητα κατασκευής του παίζουν αποφασιστικό ρόλο στον τελικό ήχο που θα βγάλει το όργανο. Στην ηλεκτρική κιθάρα είναι συνήθως συμπαγές, και χρησιμοποιείται για να στεγάσει τους μαγνήτες, τα ποτενσιόμετρα που ρυθμίζουν ένταση και τόνο, καθώς και τυχόν ηλεκτρονικά που μπορεί να υπάρχουν. Κι εδώ όμως το υλικό και η ποιότητα κατασκευής παίζουν ρόλο, γιατί επηρεάζουν τον τρόπο που δονείται ολόκληρο το όργανο παράγοντας ήχους.
Μπράτσο
Το μπράτσο της κιθάρας είναι το μακρόστενο μέρος της, και περιλαμβάνει την ταστιέρα, τον ζυγό και τα κλειδιά. Στις κλασικές κιθάρες είναι ενσωματωμένο με την υπόλοιπη κατασκευή, ενώ στους άλλους τύπους (κυρίως στις ηλεκτρικές) μπορεί να είναι και αποσπώμενο. Το μπράτσο χρησιμεύει για να μπορεί ο κιθαρίστας να μεταβάλλει τον ήχο που βγάζει το όργανο, πατώντας τις χορδές σε διαφορετικά τάστα. Ο ζυγός αποτελεί το απέναντι από τον καβαλάρη σημείο τεντώματος των χορδών, ενώ τα κλειδιά είναι τα σημεία όπου καταλήγουν οι χορδές και διαθέτουν κοχλία που επιτρέπει το μεγαλύτερο ή μικρότερο τέντωμά τους, για σωστό κούρδισμα.
Το πίσω μέρος του μπράτσου είναι καμπυλωτό, για να διευκολύνεται το πιάσιμο και η στήριξη του χεριού που πατάει τις χορδές. Στις ηλεκτρικές κιθάρες, αυτή η καμπυλότητα είναι μικρότερη απ' ότι στις υπόλοιπες.
Το ξύλο από το οποίο είναι φτιαγμένο το μπράτσο είναι, όπως και το σώμα, καίριας σημασίας. Για την ταστιέρα επιλέγεται συνήθως έβενος ή τριανταφυλλιά, που δίνουν καλύτερη αίσθηση στο παίξιμο και αντέχουν στις φθορές. Για το πίσω μέρος χρησιμοποιούνται ξύλα που διακρίνονται για την αντοχή τους, καθώς λόγω της τάσης των χορδών δεν είναι δύσκολο να παρουσιαστεί σκέβρωμα (καμπύλωση) στο μπράτσο, πράγμα που καταστρέφει τον ήχο μιας κιθάρας και δυσκολεύει το παίξιμο. Πολλές ακουστικές και ηλεκτρικές κιθάρες έχουν μέσα στο μπράτσο ενσωματωμένη μια σιδερένια ράβδο, η καμπυλότητα της οποίας (και επομένως και του μπράτσου) μπορεί να ρυθμιστεί με κλειδί, επαναφέροντας τυχόν σκέβρωμα του μπράτσου.
Τρόπος λειτουργίας
Οι Χορδές περνάνε πάνω από την ταστιέρα, όπου ο κιθαρίστας τις πιέζει σε διάφορα σημεία (τάστα) με τα δάκτυλα του ενός χεριού εκτός απ' τον αντίχειρα, αυξομειώνοντας το μήκος τους ώστε να αλλάζει ανάλογα την συχνότητα που θα πάλλονται. Το άλλο χέρι του κιθαρίστα κάνει τις χορδές να πάλλονται, είτε «τραβώντας» τες με τα νύχια των δακτύλων, πάλι εκτός του αντίχειρα, είτε χτυπώντας τες με μια πένα. Τα ηχητικά κύματα που παράγονται σπάνια έχουν μεγάλη ένταση, οπότε είναι αναγκαία η ενίσχυσή τους, είτε με φυσικό τρόπο στην περίπτωση των ακουστικών, όπου χρησιμοποιείται ένα αντηχείο για σώμα στην κιθάρα, είτε με ηλεκτρονικό τρόπο στις ηλεκτρικές κιθάρες όπου χρησιμοποιείται ένας ενισχυτής. Ο ενισχυτής λαμβάνει το ηλεκτρικό σήμα που παράγεται καθώς οι χορδές πάλλονται πάνω από τους μαγνήτες της κιθάρας και το ενισχύει αναλογικά ή ψηφιακά.
Είδη κιθάρας
Κλασσική κιθάρα
Ακουστική κιθάρα
Ηλεκτρική κιθάρα
Λαϊκή κιθάρα
Κιθάρα του Flamenco
Ηλεκτρακουστική κιθάρα
Ηλεκτροκλασσική κιθάρα
Δωδεκάχορδη κιθάρα
Άταστη κιθάρα
Μπασοκίθαρο
Τρες
Κουάτρο
Πορτογαλική κιθάρα των Φάντος
Γιουκαλίλι
Pedal steel guitar
Ρωσική Κιθάρα
Ηλεκτρική Κιθάρα
Η ηλεκτρική κιθάρα δεν έχει ηχείο αλλά χρησιμοποιεί ηλεκτρομαγνήτες που μετατρέπουν τους παλμούς των χορδών σε ηλεκτρικό σήμα. Το κυρίως σώμα μπορεί να είναι συμπαγές «solid body» ή με μικρό ηχείο «hollow body». Έχει δύο η περισσότερους μαγνήτες με ρυθμιστικά έντασης και τονικότητας. Πολλές φορές υπάρχει ειδικός μοχλός, που χρησιμοποιείται για βιμπράτο.
Η εταιρία Rickenbacker κατασκεύασε το 1931 την πρώτη ηλεκτροακουστική κιθάρα με κάψα. Ακολούθησε η Gibson το 1935 με το πρώτο «σκάφος»(hollow body) την φημισμένη ES150 που χρησιμοποιούσε τους μαγνήτες « Charlie Christian”. Αυτός ο τύπος κιθάρας είναι ακόμη δημοφιλής στην Τζαζ. Αντίθετα στην ροκ μουσική οι μεγαλύτερες εντάσεις δημιουργούσαν μικροφωνισμούς λόγω της ύπαρξης του αντηχείου. Έτσι το 1948 η εταιρία Fender κατασκεύασε την πρώτη κιθάρα με συμπαγές σώμα, την Telecaster. H Gibson απάντησε με το μοντέλο «Les Paul» χρησιμοποιώντας το όνομα γνωστού κιθαρίστα της εποχής που συμμετείχε ενεργά στους πειραματισμούς της εταιρίας. Το 1954 η Fender κατασκεύασε ένα μοντέλο με τρεις μαγνήτες και με λεβιέ βιμπράντο, την περίφημη Stratocaster. Τέλος, στην δεκαετία του ’50, η Gibson εισήγαγε την σειρά 300 που είχε λεπτότερο αντηχείο και έτσι ήταν λιγότερη ευαίσθητη στους μικροφωνισμούς. Άλλες κατασκευαστικές εταιρίες :Wal, Ibanez, Jackson.
Η ηλεκτρική κιθάρα κατέχει πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της μοντέρνας μουσικής του 20ου αιώνα. Ο ενισχυμένος ήχος και η δυνατότητα χρήσης εφφέ την καθιστά κυρίαρχο όργανο σε όλα τα είδη μοντέρνας μουσικής.
Τζαζ : Joe Pass, Larry Corryel, John McLaughlin,
Ροκ : Jimmy Hendrix, Carlos Santana, Rory Gallaher, Steve Vai, Satriani,
Μπλουζ : B. B. King, Stevie Ray Vaughan
Η ηλεκτρική κιθάρα χρησιμοποιήθηκε και από συνθέτες όπως ο George Crumb και ο Frank Martin, σε έργα έντεχνης μουσικής.
Στις περισσότερες περιπτώσεις παίζεται με πέννα και σπάνια με δάκτυλα. Οι μουσικοί των Μπλουζ συνηθίζουν να παίζουν με τον αντίχειρα.
Αρκετοί αριστερόχειρες μουσικοί των Μπλουζ, αν και κρατούν την κιθάρα με το μπράτσο προς τα δεξιά, διατηρούν τις χορδές, όπως είναι τοποθετημένες για έναν δεξιόχειρα μουσικό.
Τετάρτη 13 Απριλίου 2011
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)