Το πιάνο, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, έχει πίσω του μια ιστορία έρευνας και εξέλιξης περίπου 300 ετών!
Οι πρόγονοί του υπήρξαν το κλαβίχορδο (Clavichord) και το τσέμπαλο (Cembalo). Το κλαβίχορδο, όργανο πολύ αγαπητό στις αρχές του 18ου αιώνα, εξελίχτηκε από το μονόχορδο του Μεσαίωνα και είχε αδύναμο αν και αρκούντως εκφραστικό ήχο αφού λόγω του μηχανισμού επαφής που διέθετε, επέτρεπε την άμεση σύνδεση με το δάκτυλο και άρα τη δυνατότητα διαμόρφωσης του ήχου. Μερικά πλήκτρα ακουμπούσαν στην ίδια χορδή κάτι που καθιστούσε αδύνατη τη συνήχηση γειτονικών φθόγγων. Στην ουσία ήταν όργανο ιδιωτικής χρήσης, καθώς είχε πολύ απαλό άκουσμα, και δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε συναυλίες. Το τσέμπαλο που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα διέθετε μηχανισμό νύξης: κάθε πλήκτρο ενεργοποιούσε ένα μηχανισμό με πένα φτιαγμένη από φτερά πουλιών ή δέρμα που στηριζόταν σε ελεύθερα κινούμενες γλωσσίδες με ελατήριο. Όταν το πλήκτρο σηκωνόταν, ο μηχανισμός κατέβαινε και με τη βοήθεια ελάσματος ο άξονας επανερχόταν στη θέση του, επιτρέποντας στη πένα να τσιμπά τη χορδή. Όταν ο μηχανισμός επέστρεφε στη θέση του ένας σιωπητήρας από τσόχα εμπόδιζε τις παλμικές κινήσεις της χορδής. Το τσέμπαλο προσφέρει πολύ λίγες δυνατότητες ηχητικών αντιθέσεων και ελέγχου της δυναμικής, ενώ οι διαφοροποιήσεις στο άγγιγμα των δακτύλων έχουν ελάχιστα αποτελέσματα.
Από τον 17ο ως τα τέλη του 18ου αιώνα, το τσέμπαλο ήταν απαραίτητο για το « μπάσο κοντίνουο» σε όλους σχεδόν τους συνδυασμούς οργάνων. Η χρήση του σήμερα αν και περιορισμένη, έχει εμπνεύσει διάφορους συνθέτες του 20ου αιώνα ( ) και χρησιμοποιείται κατά κόρον στις εκτελέσεις μπαρόκ μουσικής, ιδίως σε σύνολα με όργανα εποχής. Πιάνο (pianoforte)
Το παλαιότερο δείγμα τύπου πιάνου κατασκευάστηκε στη Φλωρεντία από τον Μπαρτολομέο Κριστοφόρι το 1709. Ο Κριστοφόρι ονόμασε το όργανο αυτό “gravicembalo col piano e forte” και στόχος του ήταν να ικανοποιήσει την επιθυμία των μουσικών της εποχής του να παίζουν σε μια ευρεία δυναμική γκάμα, από πολύ σιγά ως (πολύ) δυνατά. Τώρα, αντί για το τσίμπημα (νυγμό) των χορδών που είχαμε στο τσέμπαλο, χρησιμοποίησε μια σειρά σφυριών τα οποία μόλις χτυπούσαν πάνω στη χορδή, επανέρχονταν στη θέση τους επιτρέποντάς της να πάλλεται λίγο χρόνο μετά. Ακριβώς αυτό το στοιχείο ήταν που έδωσε στους εκτελεστές του οργάνου νέα δυνατότητα ελέγχου του βαθμού δύναμης με την οποία πατούσαν τα πλήκτρα. Τα πιάνα του Κριστοφόρι είχαν 4 ως 4.5 οκτάβες έκταση.
Την ιδέα του μηχανισμού αυτού πήρε στη Γερμανία ο Γκότφριντ Ζίλμπερμαν ( Silbermann), που κατασκεύασε το 1726 2 πιάνα και τα έθεσε υπο τη κρίση του Μπάχ ( Bach) του οποίου η μάλλον αρνητική γνώμη πιθανόν οδήγησε σε βελτιώσεις. Να σημειωθεί εδώ ότι ενώ τα πρώτα pianoforte κατασκευάστηκαν την εποχή του Μπαρόκ και μερικοί από τους πιο διάσημους συνθέτες της εποχής γνώριζαν την ύπαρξή τους, ο ασθενής τους ήχος δεν τους επέτρεψε να ανταγωνιστούν το τσέμπαλο. Νέα ώθηση στη κατασκευή των πιάνων θα δοθεί στην Αγγλία από τους Τσούμπε (Zumpe) και Γ.Κρ.Μπαχ και στη Βιέννη από τους Streicher- Stein οι οποίοι θα δώσουν μεγαλύτερη σημασία όχι τόσο στη δυναμική όσο στη ποιοτική προβολή του ήχου. Παρ’ όλες όμως τις βελτιώσεις, οι εκτελεστές δεν μένουν ακόμα ικανοποιημένοι. Η έλλειψη μηχανισμού γρήγορης επανάκρουσης της χορδής παραμένει το βασικό μειονέκτημα. Σε αυτή την αδυναμία του μηχανισμού, ο Εράρ (Εrard) στη Γαλλία θα προτείνει το μηχανισμό του διπλού χτυπήματος τον οποίο θα ολοκληρώσει το 1823 και με τον οποίο θα γίνει δυνατό το γρήγορο παίξιμο που οδήγησε στη δεξιοτεχνική εκτέλεση του πιάνου του 19ου και 20ου αιώνα. Στα μέσα του 19ου αιώνα κατασκευάζονται 3 τύποι οργάνων: Το τραπεζοειδές για μικρούς χώρους και τα πιάνα με οριζόντιο (πιάνα με «ουρά») και κάθετο (όρθια πιάνα) χορδικό σύστημα. Το όρθιο πιάνο εξελίχθηκε από τον Τ. Χόουκινς στη Φιλαδέλφεια (1800) και τον Ρ. Ουώρνεμ τον νεότερο στο Λονδίνο (1811, τελειοποιήθηκε το 1829).Το μοντέλο που υπάρχει σήμερα είναι ως επί το πλείστον βασισμένο σε εκείνο του Ουόρνεμ.
Ο Χόουκινς εισήγαγε επίσης το σιδερένιο σκελετό, το πλεονέκτημα του οποίου ήταν η δυνατότητα χρήσης χορδών μεγαλύτερης τάσης (τεντώματος) από ότι επέτρεπε ο ξύλινος σκελετός και έτσι γινόταν δυνατή η χρήση πιο χοντρού σύρματος που παράγει πλουσιότερο ήχο. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα έχει πια βελτιωθεί ριζικά η κατασκευή πιάνων τόσο σε επίπεδο υλικών όσο και στο επίπεδο του μηχανισμού. Σε αυτό συνέβαλε επίσης και η συνεργασία των κατασκευαστών με τους συνθέτες και εκτελεστές για τη δημιουργία οργάνων που θα ήσαν σύμφωνα με τις συνθετικές και ερμηνευτικές ανάγκες τους. Κατά τη περίοδο αυτή εμφανίστηκαν μερικοί από τους σημαντικότερους κατασκευαστές πιάνων σε παγκόσμιο επίπεδο ακόμα και σήμερα: ο Bösendorfer στη Βιέννη, ο Bechstein στο Βερολίνο, ο Steinway στη Νέα Υόρκη και προς το τέλος του 19ου αιώνα η Yamaha στην Ιαπωνία.
Σήμερα το σύγχρονο πιάνο έχει σιδερένιο σκελετό και είναι είτε όρθιο είτε με ουρά. Η έκτασή του είναι 71/3 οκτάβες με 88 πλήκτρα αν και ορισμένα μοντέλα Bösendorfer έχουν έκταση 8 οκτάβες. Και οι 2 τύποι πιάνου αποτελούνται από ηχείο, σώμα υποστήριξης, πλαίσιο, χορδές, πληκτρολόγιο, πεντάλ και βασικό μηχανισμό. Πάνω στο πλαίσιο ακουμπά το ηχείο κατασκευασμένο από ξύλο ελάτου και μαντέμι. Το σύγχρονο πιάνο έχει 1 χορδή για μερικές από τις χαμηλές νότες, 2 για το μεσαίο τμήμα, και 3 για το υψηλότερο. Οι χαμηλότερες χορδές περιβάλλονται από χάλκινο σπείρωμα που αυξάνει τον όγκο τους δίχως να μειώνει πολύ την ευελιξία τους.Oι χορδές είναι φτιαγμένες από ατσάλινο σύρμα και η ποικιλοβαρής πίεση του διαφορετικού μεγέθους των χορδών μοιράζεται ως επί το πλείστον με διασταύρωση χορδών (Overstringing), δηλ. με το να περνά μια ομάδα χορδών σχεδόν διαγώνια πάνω από μια άλλη.
Σε ένα πιάνο υπάρχουν συνήθως 52 λευκά πλήκτρα (από ελεφαντόδοντο ή άσπρο πλαστικό υλικό) και 36 μαύρα πλήκτρα ( είτε από έβενο είτε από μαύρο πλαστικό υλικό). Τα πλήκτρα όταν πιεσθούν, σηκώνουν τα ξύλινα σφυράκια που είναι ντυμένα με μαλακό κετσέ («πνιγέας») και τα οποία στηρίζονται στη χορδή. Η χορδή έτσι μπορεί και ταλαντώνεται ελεύθερα παράγοντας ήχο, ώσπου το πλήκτρο, επιστρέφοντας στην αρχική του θέση, ξαναρίχνει τον πνιγέα.
Το αντηχείο του πιάνου (sound- board) – που βρίσκεται πίσω από τις χορδές στο όρθιο πιάνο και κάτω από αυτές στο μεγάλο- εκπληρώνει την ίδια αποστολή με το σώμα ενός βιολιού: δίχως αυτό ο ήχος θα ήταν πολύ λεπτός και ασθενικός .Επίσης, ιδίως στο πιάνο με ουρά, το καπάκι που βρίσκεται πάνω από το ηχείο όταν ανοιχθεί (ή ανάλογα με το ύψος που θα ανοιχθεί) μετατρέπεται σε ζωτικής σημασίας ηχητικό μεταδότη. Τα πεντάλ του πιάνου είναι τα εξής: α) Το πεντάλ «διαρκείας» (Sustaining Pedal), παρατείνει τον ήχο όσο το πατάμε, απομακρύνοντας όλη τη σειρά των σιγαστήρων («πνιγέων») από τις χορδές. Με αυτό τον τρόπο όποιος φθόγγος ή συγχορδία παιχτεί αποκτά μεγαλύτερη διάρκεια, ακόμα και αν τα δάκτυλα δεν πατούν πια τα πλήκτρα. Επίσης οι αρμονικοί της χορδής εμπλουτίζονται από τη «συμπαθητική» αντήχηση αυτών που προέρχονται από άλλες ελεύθερα δονούμενες χορδές, με αποτέλεσμα έναν πιο πλούσιο ήχο. β) Το πεντάλ Sostenuto, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στον εκτελεστή να επιλέξει τους φθόγγους που θέλει να κρατηθούν. Το εισήγαγε η εταιρεία Steinway και τελειοποιήθηκε το 1874. γ) Πεντάλ una corda ή σουρντίνα. Στα πιάνα με ουρά μετακινεί το πληκτρολόγιο καθώς και μια σειρά σφυριών προς τα δεξιά ώστε να κρούεται μια μόνο χορδή ( una corda) αντί για τρεις, ενώ στα όρθια πιάνα μετακινεί ολόκληρη τη σειρά των σφυριών προς τις χορδές, μειώνοντας έτσι τη διαδρομή τους και κατά συνέπεια τη κρουστική δύναμή τους. Το πιάνο χορδίζεται σύμφωνα με το συγκερασμένο σύστημα, δηλ. την διαίρεση της οκτάβας σε 12 ίσα ημιτόνια πράγμα που κατέστησε δυνατή την αντιστοιχία τους σε 12 πλήκτρα ( ωστόσο να σημειωθεί εδώ ότι το χόρδισμα της ισοσυγκερασμένης οκτάβας, γίνεται με μια σειρά από λίγο «μικρότερες» πέμπτες και λίγο «μεγαλύτερες» τέταρτες από τις φυσικές). Τελειώνοντας αυτή την επισκόπηση κατασκευής του «βασιλιά των οργάνων» κατά τον Φ. Λίστ ( Liszt), να θυμίσουμε πως εκτός του ( πολύτιμου) κάματου των κατασκευαστών του οργάνου, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τη συμβολή όλων εκείνων των συνθετών και εκτελεστών (από το 17ο αιώνα και εντεύθεν), που με το δημιουργικό τους έργο προέβαλαν και καταξίωσαν στη συνείδηση ειδημόνων και μη αυτό το εξαιρετικών, πραγματικά, δυνατοτήτων όργανο.
Από τον 17ο ως τα τέλη του 18ου αιώνα, το τσέμπαλο ήταν απαραίτητο για το « μπάσο κοντίνουο» σε όλους σχεδόν τους συνδυασμούς οργάνων. Η χρήση του σήμερα αν και περιορισμένη, έχει εμπνεύσει διάφορους συνθέτες του 20ου αιώνα ( ) και χρησιμοποιείται κατά κόρον στις εκτελέσεις μπαρόκ μουσικής, ιδίως σε σύνολα με όργανα εποχής. Πιάνο (pianoforte)
Το παλαιότερο δείγμα τύπου πιάνου κατασκευάστηκε στη Φλωρεντία από τον Μπαρτολομέο Κριστοφόρι το 1709. Ο Κριστοφόρι ονόμασε το όργανο αυτό “gravicembalo col piano e forte” και στόχος του ήταν να ικανοποιήσει την επιθυμία των μουσικών της εποχής του να παίζουν σε μια ευρεία δυναμική γκάμα, από πολύ σιγά ως (πολύ) δυνατά. Τώρα, αντί για το τσίμπημα (νυγμό) των χορδών που είχαμε στο τσέμπαλο, χρησιμοποίησε μια σειρά σφυριών τα οποία μόλις χτυπούσαν πάνω στη χορδή, επανέρχονταν στη θέση τους επιτρέποντάς της να πάλλεται λίγο χρόνο μετά. Ακριβώς αυτό το στοιχείο ήταν που έδωσε στους εκτελεστές του οργάνου νέα δυνατότητα ελέγχου του βαθμού δύναμης με την οποία πατούσαν τα πλήκτρα. Τα πιάνα του Κριστοφόρι είχαν 4 ως 4.5 οκτάβες έκταση.
Την ιδέα του μηχανισμού αυτού πήρε στη Γερμανία ο Γκότφριντ Ζίλμπερμαν ( Silbermann), που κατασκεύασε το 1726 2 πιάνα και τα έθεσε υπο τη κρίση του Μπάχ ( Bach) του οποίου η μάλλον αρνητική γνώμη πιθανόν οδήγησε σε βελτιώσεις. Να σημειωθεί εδώ ότι ενώ τα πρώτα pianoforte κατασκευάστηκαν την εποχή του Μπαρόκ και μερικοί από τους πιο διάσημους συνθέτες της εποχής γνώριζαν την ύπαρξή τους, ο ασθενής τους ήχος δεν τους επέτρεψε να ανταγωνιστούν το τσέμπαλο. Νέα ώθηση στη κατασκευή των πιάνων θα δοθεί στην Αγγλία από τους Τσούμπε (Zumpe) και Γ.Κρ.Μπαχ και στη Βιέννη από τους Streicher- Stein οι οποίοι θα δώσουν μεγαλύτερη σημασία όχι τόσο στη δυναμική όσο στη ποιοτική προβολή του ήχου. Παρ’ όλες όμως τις βελτιώσεις, οι εκτελεστές δεν μένουν ακόμα ικανοποιημένοι. Η έλλειψη μηχανισμού γρήγορης επανάκρουσης της χορδής παραμένει το βασικό μειονέκτημα. Σε αυτή την αδυναμία του μηχανισμού, ο Εράρ (Εrard) στη Γαλλία θα προτείνει το μηχανισμό του διπλού χτυπήματος τον οποίο θα ολοκληρώσει το 1823 και με τον οποίο θα γίνει δυνατό το γρήγορο παίξιμο που οδήγησε στη δεξιοτεχνική εκτέλεση του πιάνου του 19ου και 20ου αιώνα. Στα μέσα του 19ου αιώνα κατασκευάζονται 3 τύποι οργάνων: Το τραπεζοειδές για μικρούς χώρους και τα πιάνα με οριζόντιο (πιάνα με «ουρά») και κάθετο (όρθια πιάνα) χορδικό σύστημα. Το όρθιο πιάνο εξελίχθηκε από τον Τ. Χόουκινς στη Φιλαδέλφεια (1800) και τον Ρ. Ουώρνεμ τον νεότερο στο Λονδίνο (1811, τελειοποιήθηκε το 1829).Το μοντέλο που υπάρχει σήμερα είναι ως επί το πλείστον βασισμένο σε εκείνο του Ουόρνεμ.
Ο Χόουκινς εισήγαγε επίσης το σιδερένιο σκελετό, το πλεονέκτημα του οποίου ήταν η δυνατότητα χρήσης χορδών μεγαλύτερης τάσης (τεντώματος) από ότι επέτρεπε ο ξύλινος σκελετός και έτσι γινόταν δυνατή η χρήση πιο χοντρού σύρματος που παράγει πλουσιότερο ήχο. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα έχει πια βελτιωθεί ριζικά η κατασκευή πιάνων τόσο σε επίπεδο υλικών όσο και στο επίπεδο του μηχανισμού. Σε αυτό συνέβαλε επίσης και η συνεργασία των κατασκευαστών με τους συνθέτες και εκτελεστές για τη δημιουργία οργάνων που θα ήσαν σύμφωνα με τις συνθετικές και ερμηνευτικές ανάγκες τους. Κατά τη περίοδο αυτή εμφανίστηκαν μερικοί από τους σημαντικότερους κατασκευαστές πιάνων σε παγκόσμιο επίπεδο ακόμα και σήμερα: ο Bösendorfer στη Βιέννη, ο Bechstein στο Βερολίνο, ο Steinway στη Νέα Υόρκη και προς το τέλος του 19ου αιώνα η Yamaha στην Ιαπωνία.
Σήμερα το σύγχρονο πιάνο έχει σιδερένιο σκελετό και είναι είτε όρθιο είτε με ουρά. Η έκτασή του είναι 71/3 οκτάβες με 88 πλήκτρα αν και ορισμένα μοντέλα Bösendorfer έχουν έκταση 8 οκτάβες. Και οι 2 τύποι πιάνου αποτελούνται από ηχείο, σώμα υποστήριξης, πλαίσιο, χορδές, πληκτρολόγιο, πεντάλ και βασικό μηχανισμό. Πάνω στο πλαίσιο ακουμπά το ηχείο κατασκευασμένο από ξύλο ελάτου και μαντέμι. Το σύγχρονο πιάνο έχει 1 χορδή για μερικές από τις χαμηλές νότες, 2 για το μεσαίο τμήμα, και 3 για το υψηλότερο. Οι χαμηλότερες χορδές περιβάλλονται από χάλκινο σπείρωμα που αυξάνει τον όγκο τους δίχως να μειώνει πολύ την ευελιξία τους.Oι χορδές είναι φτιαγμένες από ατσάλινο σύρμα και η ποικιλοβαρής πίεση του διαφορετικού μεγέθους των χορδών μοιράζεται ως επί το πλείστον με διασταύρωση χορδών (Overstringing), δηλ. με το να περνά μια ομάδα χορδών σχεδόν διαγώνια πάνω από μια άλλη.
Σε ένα πιάνο υπάρχουν συνήθως 52 λευκά πλήκτρα (από ελεφαντόδοντο ή άσπρο πλαστικό υλικό) και 36 μαύρα πλήκτρα ( είτε από έβενο είτε από μαύρο πλαστικό υλικό). Τα πλήκτρα όταν πιεσθούν, σηκώνουν τα ξύλινα σφυράκια που είναι ντυμένα με μαλακό κετσέ («πνιγέας») και τα οποία στηρίζονται στη χορδή. Η χορδή έτσι μπορεί και ταλαντώνεται ελεύθερα παράγοντας ήχο, ώσπου το πλήκτρο, επιστρέφοντας στην αρχική του θέση, ξαναρίχνει τον πνιγέα.
Το αντηχείο του πιάνου (sound- board) – που βρίσκεται πίσω από τις χορδές στο όρθιο πιάνο και κάτω από αυτές στο μεγάλο- εκπληρώνει την ίδια αποστολή με το σώμα ενός βιολιού: δίχως αυτό ο ήχος θα ήταν πολύ λεπτός και ασθενικός .Επίσης, ιδίως στο πιάνο με ουρά, το καπάκι που βρίσκεται πάνω από το ηχείο όταν ανοιχθεί (ή ανάλογα με το ύψος που θα ανοιχθεί) μετατρέπεται σε ζωτικής σημασίας ηχητικό μεταδότη. Τα πεντάλ του πιάνου είναι τα εξής: α) Το πεντάλ «διαρκείας» (Sustaining Pedal), παρατείνει τον ήχο όσο το πατάμε, απομακρύνοντας όλη τη σειρά των σιγαστήρων («πνιγέων») από τις χορδές. Με αυτό τον τρόπο όποιος φθόγγος ή συγχορδία παιχτεί αποκτά μεγαλύτερη διάρκεια, ακόμα και αν τα δάκτυλα δεν πατούν πια τα πλήκτρα. Επίσης οι αρμονικοί της χορδής εμπλουτίζονται από τη «συμπαθητική» αντήχηση αυτών που προέρχονται από άλλες ελεύθερα δονούμενες χορδές, με αποτέλεσμα έναν πιο πλούσιο ήχο. β) Το πεντάλ Sostenuto, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στον εκτελεστή να επιλέξει τους φθόγγους που θέλει να κρατηθούν. Το εισήγαγε η εταιρεία Steinway και τελειοποιήθηκε το 1874. γ) Πεντάλ una corda ή σουρντίνα. Στα πιάνα με ουρά μετακινεί το πληκτρολόγιο καθώς και μια σειρά σφυριών προς τα δεξιά ώστε να κρούεται μια μόνο χορδή ( una corda) αντί για τρεις, ενώ στα όρθια πιάνα μετακινεί ολόκληρη τη σειρά των σφυριών προς τις χορδές, μειώνοντας έτσι τη διαδρομή τους και κατά συνέπεια τη κρουστική δύναμή τους. Το πιάνο χορδίζεται σύμφωνα με το συγκερασμένο σύστημα, δηλ. την διαίρεση της οκτάβας σε 12 ίσα ημιτόνια πράγμα που κατέστησε δυνατή την αντιστοιχία τους σε 12 πλήκτρα ( ωστόσο να σημειωθεί εδώ ότι το χόρδισμα της ισοσυγκερασμένης οκτάβας, γίνεται με μια σειρά από λίγο «μικρότερες» πέμπτες και λίγο «μεγαλύτερες» τέταρτες από τις φυσικές). Τελειώνοντας αυτή την επισκόπηση κατασκευής του «βασιλιά των οργάνων» κατά τον Φ. Λίστ ( Liszt), να θυμίσουμε πως εκτός του ( πολύτιμου) κάματου των κατασκευαστών του οργάνου, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τη συμβολή όλων εκείνων των συνθετών και εκτελεστών (από το 17ο αιώνα και εντεύθεν), που με το δημιουργικό τους έργο προέβαλαν και καταξίωσαν στη συνείδηση ειδημόνων και μη αυτό το εξαιρετικών, πραγματικά, δυνατοτήτων όργανο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.