Τρίτη 19 Απριλίου 2011

ΣΑΞΟΦΩΝΟ

Το σαξόφωνο είναι πνευστό χάλκινο μουσικό όργανο, αλλά ανήκει στην οικογένεια των ξύλινων πνευστών γιατί ο ήχος του παράγεται από καλάμι. Έχει στόμιο με γλωττίδα, κωνικό σωλήνα και μηχανισμό κλειδιών. Το πρώτο σαξόφωνο το κατασκεύασε από ξύλο ο ωρολογοποιός Ντεφοντενέλ (Defantenel) στο Λιζιέ. Ο πραγματικός δημιουργός, που έδωσε και το όνομά του στο όργανο, είναι ο Βέλγος Αδόλφος Σαξ (Adolphe Sax). Υπάρχουν επτά είδη σαξοφώνου: σοπρανίνο, σοπράνο, άλτο, τενόρο, βαρύτονο, μπάσο και κόντρα μπάσο. Το σαξόφωνο άργησε να επιβληθεί στην κλασική ορχήστρα αν και το είχαν χρησιμοποιήσει, μετυαξύ άλλων, ο Ζορζ Μπιζέ στην Αρλεζιάνα και ο Ζιλ Μασνέ στο Βέρθερο. Χρησιμοποιείται ακόμη σε στρατιωτικές μπάντες και σε ορχήστρες τζαζ, αλλά και σε άλλα είδη όπως η ρέγκε και η σκα.

Πίνακας περιεχομένων

[Εμφάνιση]

 Ιστορία

Το σαξόφωνο δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1840 από τον Αδόλφο Σαξ, ο οποίος ήταν κλαρινετίστας. Είναι άγνωστη η προέλευση της έμπνευσης του Αδόλφου για τη δημιουργία του σαξόφωνου, όμως υπάρχει μια σαφής βεβαιότητα ότι κάποια σημεία του ανταποκρίνονται σε αντίστοιχα σημεία του κλαρίνου και του όμποε. Το επιστόμιο είναι σαν αυτό του κλαρίνου και τα κλειδιά όπως αυτά του όμποε. Ο Σαξ εργάστηκε για πολλά χρόνια στο εργαστήριο του πατέρα του και έφτιαξε 2 κλαρινέτα. Η Ουγγρική/Ρουμάνικη Tarogato η οποία είναι αρκετά παρόμοια με το σοπράνο σαξόφωνο έχει επίσης αναφερθεί ως πιθανή πηγή έμπνευσης. Ωστόσο δεν μπορεί να είναι έτσι γιατί η μοντέρνα Tarogato που έχει στόμιο από καλάμι δεν αναπτύχθηκε μέχρι το 1890, πολύ καιρό μετά την εφεύρεση του σαξόφωνου. Η πιο αληθοφανής εξήγηση, είναι ότι πράγματι ο Σαξ προσπάθησε να δημιουργήσει ένα εντελώς καινούργιο μουσικό όργανο που να ταιριάζει τόσο τονικά όσο και στην τεχνική με την ιδέα που είχε στο μυαλό του, και να έχει ένα νέο επίπεδο ευελιξίας. Αυτό θα εξηγούσε την εκλογή του να ορίσει το όργανο ως η «φωνή του Σαξ».

 Κατασκευή

Το σαξόφωνο χρησιμοποιεί ένα επιστόμιο με ένα μόνο καλαμάκι όπως αυτό του κλαρινέτου, αλλά με μια κενή εσωτερική σωλήνα, κυκλική ή τετράγωνη. Το σώμα του σαξόφωνου είναι κωνικό, δίνοντας του ιδιότητες πιο παρόμοιες με αυτές του όμποε παρά του κλαρινέτου. Παρόλα αυτά, σε αντίθεση με το όμποε του οποίου η σωλήνα είναι ένας ενιαίος κώνος, τα περισσότερα σαξόφωνα έχουν μια καμπύλη στην καμπάνα. Μεταξύ των σαξόφωνων σοπράνο και σοπρανίνο, είναι πιο κοινή η ευθεία παρά η καμπύλη γραμμή, και παρόλο που τα σαξόφωνα άλτο και τενόρο υπάρχουν και σε ευθεία γραμμή, είναι πιο σπάνιο να τα βρεις απ’ ότι σε καμπύλη. Υπάρχει ανάμεσα στους μουσικούς μια συζήτηση για την επίδραση της καμπυλότητας στον ήχο. Με ένα απλό δακτυλισμό, το μοντέρνο σαξόφωνο θεωρείται ένα εύκολο όργανο να μάθεις, ιδίως όταν προέρχεται από άλλα ξύλινα πνευστά, όμως ακόμα κι έτσι, χρειάζεται αρκετή δουλειά και πρακτική για την επίτευξη ενός χρωματισμένου ήχου και σωστά κουρδισμένου. Το σαξόφωνο για πολλά χρόνια ήταν θύμα της παρανόησης ότι είναι εύκολο να παιχτεί, γιατί δεν είναι, και είναι πολύ δύσκολο, και αυτό είναι μια λανθασμένη αντίληψη που θα μπορούσε να διορθωθεί με την προσθήκη μιας λέξης: Το σαξόφωνο είναι εύκολο να παιχτεί "λάθος" (Larry Pink).

 Επιστόμια

Τα επιστόμια γίνονται σε μια μεγάλη ποικιλία υλικών, τόσο μεταλλικά όσο και μη μεταλλικά. Τα μη μεταλλικά φτιάχνονται από εβονίτη, πλαστικό ή σκληρό καουτσούκ, ενίοτε ξύλινα και σπάνια από γυαλί. Των μεταλλικών επιστομίων πολλοί περιγράφουν τον ήχο τους ως “λαμπρότερο” από αυτών που δεν είναι μεταλλικά. Ορισμένοι μουσικοί θεωρούν ότι τα πλαστικά δεν παράγουν καλό ήχο. Άλλοι σαξοφωνίστες ισχυρίζονται ότι το υλικό έχει μικρό αντίκτυπο στον ήχο, αν έχει, και ότι είναι οι φυσικές διαστάσεις που δίνουν στο επιστόμιο το ηχόχρωμα του. Η jazz και η δημοφιλής – λαϊκή μουσική που παίζουν οι σαξοφωνίστες, συχνά γίνεται με ανοιχτά επιστόμια. Είναι κατάλληλα ώστε η οροφή του επιστομίου να βρίσκεται πιο κοντά στο στέλεχος δημιουργώντας έτσι ταχύτερη ροή του αέρα. Αυτό παράγει ένα πιο σαφές ήχο, που συντομεύει τις αποστάσεις σε μια μεγάλη μπάντα ή ανάμεσα σε ενισχυμένα όργανα. Αν και το μεγάλο άνοιγμα και ο ήχος που προκύπτει συνήθως συνδέεται με το μεταλλικό επιστόμιο, κάθε επιστόμιο μπορεί να έχει ένα. Με αυτό τον τρόπο επιτρέπεται μεγαλύτερη ευελιξία στο κούρδισμα, επιτρέποντας επιπτώσεις όπως η κάμψη, κοινή σε jazz και rock. Οι κλασικοί καλλιτέχνες τείνουν να επιλέγουν επιστόμια με στενό άνοιγμα και χαμηλή σωλήνα, που παράγουν ήχο πιο σταθερό και σκοτεινό.

 Καλαμάκια

Όπως και τα κλαρινέτα, τα σαξόφωνα χρησιμοποιούν ένα και μοναδικό καλαμάκι, το οποίο όμως γενικά είναι πλατύτερο και μικρότερο από του κλαρινέτου. Η σκληρότητα μετριέται συνήθως (αν και όχι πάντα) χρησιμοποιώντας μια αριθμητική κλίμακα που κυμαίνεται από 1-4. Το 4 είναι το πιο δύσκολο και το 1 το πιο ήπιο. Εξαίρεση αποτελεί το βαρύτονο σαξόφωνο του οποίου ο αριθμός έφτασε το 5.

 Μέλη της οικογένειας του σαξόφωνου

Το σαξόφωνο αρχικά πατενταρίστηκε ως δύο οικογένειες που περιελάμβανε η κάθε μια από επτά όργανα. Η ορχηστρική οικογένεια αποτελείτο από επτά όργανα σε τονισμό ντο και φα, και η οικογένεια της «στρατιωτικής ζώνης» σε μι ύφεση και σι ύφεση. Κάθε οικογένεια αποτελούταν από ένα σοπρανίνο, ένα σοπράνο, ένα άλτο, ένα τενόρο, ένα βαρύτονο, ένα μπάσο και ένα κοντραμπάσο, αν και μερικά από αυτά δεν είχαν ποτέ παραχθεί. Ο Σαξ σχεδίασε επίσης ένα υπό-κοντραμπάσο αλλά ποτέ δεν το πραγματοποίησε.

ΣΑΞΟΦΩΝΟ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ-ΑΠΟΡΩ


ΣΑΞΟΦΩΝΟ Charlie Parker - Summertime (Jazz Instrumental)

ΣΑΞΟΦΩΝΟ Fausto Papetti - Woman in love

ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ

Ακορντεόν Είναι όργανο πνευστό και αποτελείται από ένα φυσητήρα και μια ή δυο σειρές από πλήκτρα.Όταν παίζονται τα πλήκτρα, κινούνται οι δικλείδες, στις οποίες αντιστοιχούν μεταλλικές λεπίδες που καταλήγουν σε ελεύθερες γλωττίδες.Με το πέρασμα του αέρα ανάμεσά τους οι γλωττίδες δονούνται και παράγουν τον ήχο.Το ακορντεόν προήρθε από την αρμόνικα, την οποία μετασχημάτισε το 1822 ο Μπούσμαν σε αρμόνικα χεριού. Το 1827 στην Αυστρία πήρε τη σημερινή του ονομασία, και το 1910 τελειοποιήθηκε με την προσθήκη των χρωματιστών μπάσων. Από τότε έγινε υπολογίσιμο όργανο στη μουσική τέχνη.Το ακορντεόν είναι βασικό όργανο στις αργεντίνικες ορχήστρες που παίζουν ταγκό, και ένας από τους καλύτερους ακορντεονίστες στον κόσμο ήταν ο Πιατσόλα που χάθηκε πρόσφατα (1995).

ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ

Το ακορντεόν έχει κι αυτό τον ίδιο μηχανισμό με το αρμόνιο, με τη διαφορά ότι είναι φορητό. Ο μουσικός γεμίζει με αέρα τη δεξαμενή του οργάνου, ανοιγοκλείνοντας τη φυσούνα, τον οποίο στη συνέχεια διοχετεύει με την πίεση των κατάλληλων πλήκτρων σε δονούμενα ελάσματα, παράγοντας το γλυκό και τόσο γνώριμο ήχο. Στο αριστερό χέρι υπάρχουν κουμπιά για τις αρμονικές βαθμίδες στις διάφορες σκάλες κι έτσι το ακκορντεόν μπορεί να θεωρηθεί ένα αρκετά ολοκληρωμένο μουσικό όργανο.
Το ακκορντεόν, όσο κι αν φαίνεται σύγχρονο όργανο, είναι απόγονος δύο οργάνων της Ανατολής, του κινέζικου σενγκ και του γιαπωνέζικου σο. Στην Ευρώπη πρωτοπαρουσιάστηκε το 1822, στο Βερολίνο και την τελική του μορφή την πήρε από τον Ιταλό Νταλλαπέ, το 1850.

ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ Μάνος Λοΐζος

ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ La vie en Rose

ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ Timbre Russian Accordion Group (Русский тембр)

ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ Chango Spasiuk "Mi Pueblo, Mi Casa, La Soledad"

ΑΡΠΑ

ΑΡΠΑ Μουσικό όργανο με χορδές που κρούονται. Η άρπα σε σχήμα σχεδόν τριγωνικό απαρτίζεται από διάφορα στοιχεία. Το επίμηκες ηχείο της ενώνεται λοξά προς τα κάτω με τον κατακόρυφο κιονίσκο και προς τα επάνω με τον χορδοστάτη απ’ όπου ξεκινούν, τεντωμένες κάθετα, πολλές ανισομήκεις χορδές, που καταλήγουν και στερεώνονται στο ηχείο, έναν ειδικό μηχανισμό που είναι τοποθετημένος στον χορδοστάτη και λειτουργεί με την κίνηση των ποδοπλήκτρων, και με αυτό τον τρόπο επιτρέπει την τονική αλλοίωση του ήχου των χορδών.
Ιστορία. Η άρπα, όργανο με αρχαιότατη προέλευση, έφτασε στην Ευρώπη από την Ανατολή, όπου ήταν ευρύτατα γνωστή? οι πρώτες μαρτυρίες ανάγονται στην εποχή του αρχαίου βασιλείου της Αιγύπτου και οι σχετικές παραστάσεις δείχνουν μερικές χορδές τεντωμένες ανάμεσα στα άκρα ενός τόξου. Αργότερα, την εποχή του Μέσου και Νέου Βασιλείου, η άρπα παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία σχημάτων, ενώ αρχίζει να τονίζεται ιδιαίτερα το διακοσμητικό στοιχείο. Η αιγυπτιακή άρπα ήταν συνήθως μεγάλου σχήματος και παιζόταν καθιστά (σπάνιες είναι στην Αίγυπτο οι περιπτώσεις φορητής άρπας). Αντίθετα, στη Συρία ήταν μικρότερων διαστάσεων, πάντα φορητή και παιζόταν περπατητά. Η τελευταία άλλαξε σχήμα και από τοξοειδής έγινε γωνιώδης. Στην Ευρώπη πρωτοεμφανίζεται στις βόρειες χώρες (συγκεκριμένα στην Ιρλανδία και τη Σκοτία) ανάμεσα στον 8o και 9o αι. μ.Χ. Προέρχεται από την αιγυπτιακή και έχει τις ίδιες διαστάσεις, καθώς και το ίδιο επίμηκες σχήμα του ηχείου. Αρχικά –είτε τοξοειδής είτε γωνιώδης– η άρπα ήταν πάντα ανοιχτή από το ένα μέρος. Αντίθετα στην Ευρώπη με την εισαγωγή του κιονίσκου, στοιχείου διακοσμητικού και πρακτικού ταυτόχρονα, αλλάζει οριστικά σχήμα και γίνεται τριγωνική. Η άρπα διαδόθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη και υιοθετήθηκε από τους περιπλανώμενους τραγουδιστές? χάρη στην κομψότητά της έγινε αντικείμενο ξεχωριστής φροντίδας, ιδιαίτερα των Γάλλων και Βαυαρών κατασκευαστών, ενώ οι κυρίες της αριστοκρατίας την προτιμούσαν για την ποιότητα του ήχου της ως στόλισμα των σαλονιών τους.
Το ενδιαφέρον των μουσικών για το όργανο αυτό αυξήθηκε παράλληλα με την τεχνική τελειοποίησή του. Υπήρχαν άρπες διπλές, με 58 χορδές, τοποθετημένες σε δύο σειρές, καθώς και άρπες χρωματικές με δίχρωμες χορδές: άσπρες για τους διατονικούς φθόγγους και μπλε για τους χρωματικούς. Υπήρχε ακόμα άρπα με σύστημα χορδών που άλλαζε διατονικό ύψος με ειδικά μικρά άγκιστρα που τα χειριζόταν o εκτελεστής, καθώς και ά. με ποδόπληκτρα που επέτρεπαν την αυξομείωση στο τέντωμα των χορδών, πετυχαίνοντας έτσι μηχανικά μια πλήρη χρωματική κλίμακα. Τέλος, υπάρχει η σύγχρονη άρπα με ποδόπληκτρα και από τις δύο πλευρές, που κατασκευάστηκε το 1828 από τον Σεβαστιανό Εράρ και καθιερώθηκε πια ως όργανο ορχήστρας και συναυλιών.
Η άρπα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως όργανο ορχήστρας το 1607 από τον Μοντεβέρντι στην όπερά του Ορφεύς. Την εποχή εκείνη υπήρχαν ήδη στην Ιταλία εξαίρετοι εκτελεστές του οργάνου αυτού. Χρησιμοποιήθηκε επίσης στα μελοδράματα των Χέντελ, Γκλουκ, Ροσίνι και Βέρντι ιδιαίτερα ως όργανο συνοδείας των μονωδικών μερών. Στα μελοδράματα μάλιστα Ορφεύς και Ευρυδίκη του Γκλουκ και Αΐντα του Βέρντι, η άρπα. γίνεται ένα όργανο συνοδείας που ταιριάζει απόλυτα στο σκηνικό περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται ο μύθος των έργων αυτών.
Με τους μεταγενέστερους μουσικούς, όπως o Μπερλιόζ, o Λιστ, o Βάγκνερ, o Στράους, ο Ντεμπισί και ο Ραβέλ, η άρπα απέκτησε μια ιδιαίτερη εκφραστική αξία τόσο στον τομέα της συμφωνικής μουσικής όσο και στον τομέα της μουσικής δωματίου.

ΑΡΠΑ

Η άρπα είναι αρχαίο μουσικό έγχορδο όργανο, το οποίο έχει ιστορία περίπου 5.000 ετών και η χρήση του οποίου συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Η σύγχρονη τεχνική απαιτεί να παίζεται με τα δάκτυλα (και όχι με τις άκρες των δακτύλων) και των δύο χεριών.
Ο σκελετός του οργάνου αυτού αποτελεί τρίγωνο του οποίου η κατακόρυφη πλευρά χρησιμεύει για να στηρίζει τις δύο άλλες, επί των οποίων βρίσκονται τεντωμένες 46 χορδές τονισμένες σε «ντο ύφεση». Η άρπα είναι από τα αρχαιότερα μουσικά όργανα, και εμφανίζεται με χορδές που στηρίζονταν σε ελλειψοειδή σκελετό, ελεύθερο από τη μια πλευρά. Ο τύπος αυτός διατηρείται ακόμη και σήμερα σε περιοχές της Ασίας και της Αφρικής.
Εντούτοις, σε ανασκαφές που έγιναν στην Χαλδαία κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα ήλθε στο φως από τάφο της Ουρ (3η χιλιετηρίδα π.Χ.) άρπα ξύλινη με σκελετό γωνιώδη. Αλλά και στην Αίγυπτο, στον τάφο του Ραμσή του Γ΄ (1160 π.Χ.) η άρπα φαίνεται να διατηρεί το παλαιό ελλειψοειδές σχήμα της, αν και έχει το ύψος του ανθρώπου, στηριζόμενη στο έδαφος.
Για την αρχαία Ελλάδα, η άρπα παραμένει πιθανώς άγνωστο όργανο, εμφανιζόμενο στην Ευρώπη περί τον 8ο αιώνα μ.Χ., κυρίως από τους Ιρλανδούς, αν και φαίνεται πως το γνώριζαν και οι Αγγλοσάξωνες. Το όργανο εκείνο ήταν φορητό με 10-12 χορδές και στηριζόταν στα γόνατα του οργανοπαίκτη, που έκρουε τις χορδές του και με τα δύο χέρια. Έπαιξε δε σημαντικό πολιτιστικό ρόλο στον Κελτικό πολιτισμό, καθώς κάθε κλαν Κελτών είχε το βάρδο του, που αναλάμβανε να διασκεδάζει τους υπολοιπους με την άρπα του. Η άρπα εικονίζεται σήμερα στο εθνόσημο της Ιρλανδίας, καθώς και στο ιρλανδικό νόμισμα του Ευρώ. Από τον 13ο αιώνα άρχισε το όργανο αυτό να δέχεται μεταβολές σε ενιαία εξέλιξη. Έτσι, το 1618 η άρπα αποτελούσε ενιαίο τύπο οργάνου σε όλη την Ευρώπη. Είχε 43 χορδές μεταλλικές, αν και στην ηπειρωτική Ευρώπη χρησιμοποιούσαν ζωικές χορδές.
Κατά τον Μεσαίωνα η άρπα ήταν το κατεξοχήν αγαπημένο όργανο Βασιλέων και ευγενών. Ήταν όμως ακόμη μικροτέρων διαστάσεων από τις σύγχρονες, και κρεμόταν με δερμάτινη ταινία από το λαιμό του οργανοπαίκτη. Ιδιαίτερη μεγάλη βοήθεια στην εξέλιξη της άρπας πρόσφερε ο Ιταλός Οράτιος Μίκης, στις αρχές του 17ου αιώνα, που γιαυτό το λόγο έλαβε το προσωνύμιο «Νταλ Άρπα». Από τότε, εκτός της προσθήκης μερικών ακόμη χορδών και αύξησης του μεγέθους της, καμία άλλη μεταβολή δεν υπέστη το όργανο αυτό μέχρι το τέλος του ίδιου αιώνα, οπότε επινοήθηκε σύστημα ανύψωσης του τόνου όλων των χορδών, που εφαρμόσθηκε από τον Βαυαρό Χανσμπρούγκερ και που τροποποιήθηκε περί το 1800 από τον Σεβαστιανό Εράρ, το οποίο και διατηρείται μέχρι σήμερα. Τις κινήσεις ρυθμίζουν 7 πετάλια (πεντάλ), εκ των οποίων τα τρία χειρίζονται από το αριστερό πόδι και τα άλλα τέσσερα από το δεξιό. Τέλος, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, κατασκευάστηκε και η ηλεκτρική άρπα.
Παλιότερα η άρπα δεν θεωρούνταν μουσικό όργανο ορχήστρας. Τόσο ο Μπαχ και ο Μότσαρτ, όσο και ο Μπετόβεν την είχαν αγνοήσει. Εκείνος που την εισήγαγε όμως είναι ο Βάγκνερ και την διατήρησαν οι τελευταίοι ρομαντικοί συνθέτες (Μπερλιόζ, Στράους), από τους οποίους την παρέλαβαν και οι λεγόμενοι εξπρεσιονιστές (Ραβέλ, Ντεμπουσσύ, κ.λπ) καθώς επίσης και οι Ρώσοι (Κορσακώφ, Στραβίνσκυ κ.ά.)
Τα λεγόμενα, στη μουσική τέχνη, «γκλισάντι» της άρπας, θεωρούνται αναντικατάστατα.

ΑΡΠΑ Greg Buchanan Playing Amazing Grace on a Harp

ΑΡΠΑ J.L. Dussek: Sonata in c-moll

ΜΑΝΤΟΛΙΝΟ

Η ιστορία του μαντολίνου

Το Μαντολίνο είναι μικρό έγχορδο μουσικό όργανο και προέρχεται απο την Μάντορα ή Μάντολα, όργανο συγγενικό με το Λαούτο.
Ο όρος Μαντολίνο πρωτοεμφανίστηκε στην Ιταλία γύρω στα 1600, για να χαρακτηρίσει μια μικρή Μαντόρα.
Στις αρχές του 17ου αιώνα το Μαντολίνο διαδόθηκε σε όλη την Ιταλία και από εκεί, σχεδόν ραγδαία, εξαπλώθηκε η χρήση του σε όλον το κόσμο, καθώς πέρασε στην υπόλοιπη Ευρώπη, στην Αμερική, στη Ρωσία και την Ιαπωνία, ακόμα στα Μικρασιάτικα παράλια και στην Ελλάδα
Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα κατασκευαζόταν με ποικίλες μορφές σε πολλές πόλεις της Ιταλίας. Το πιο αντιπροσωπευτικό Μαντολίνο είναι το Ναπολιτάνικο. Το σχήμα καθώς και οι διαστάσεις του οργάνου οφείλονται σε ένα μεγάλο βαθμό στον κορφαίο κατασκευαστή Πασκουάλε Βίνσια (1806-1882).
Το μαντολίνο είχε αρχικά εντέρινες χορδές και νύσονταν με τα δάχτυλα. Μετά το 1730 διάφορες μεταβολές του έδωσαν την τελική του μορφή. Έτσι, οι εντέρινες χορδές αντικαταστήθηκαν με 4 ζεύγη χαλύβδινων χορδών που κουρδίζονται με μεταλλικές κεφαλές - κλειδιά. Το ηχείο του είναι αχλαδόσχημο και βαθύ, ο βραχίονάς του φέρει 17 τάστα και είναι ελαφρά υπερυψωμένος.
Το Μαντολίνο του Μιλάνου (18ος αιώνας) ήταν ένα μικρό όργανο, παρόμοιο με το Λαούτο, με 5 ή 6 ζεύγη χορδών , και ήταν ουσιαστικά μια παραλλαγή της μεσαινωνικής Μαντόλας.

Αργότερα, κατασκευάσθηκαν στη Γαλλία και την Πορτογαλία Μαντολίνα με επίπεδη πλάτη, ενώ το 19ο αιώνα, ο Αμερικάνος κατασκευαστής Όρβιλ Γκίμπσον ήταν αυτός που έφτιαξε Μαντολίνα με κυρτό καπάκι και επίπεδη ράχη.
Το 20ο αιώνα, για τις ανάγκες της ορχήστρας κατασκευάσθηκαν Μαντολίνα σε διάφορα μεγέθη, απο κοντράλτο μέχρι και κοντραμπάσο, κι έτσι, στην οικογένεια του Μαντολίνου, που πλέον έγινε δημοφιλές, θα ενταχτούν η Μαντόλα άλτο (ντο, σολ, ρε, λα) και τενόρο (σολ, ρε, λα, μι), το Μαντοτσέλο μπάσο (ντο, σολ, ρε, λα, μια οκτάβα χαμηλότερα από το άλτο), το Μαντολόνε (φα, σολ, λα, ρε, σολ, σι, μι, λα) και το Μαντομπάσο (ντο, σολ, ρε, λα, κοντραμπάσο).
Η πρώτη σύνθεση που γράφτηκε για Μαντολίνο, χρονολογείται γύρω στο 1650. Γνωστά έργα για Μαντολίνο είναι ένα κονσέρτο του Βιβάλντι και μια σερενάτα του Μότσαρτ, που περιλαμβάνεται στην όπερα Ντον Τζοβάνι. Μεγάλοι συνθέτες όπως ο Χέντελ, ο Βέρντι, ο Μάλερ, ο Σένμπερκ κ.α. χρησιμοποίησαν το Μαντολίνο σε μεγάλα έργα τους.
Έτσι , εμφανίστηκαν με τον καιρό διάφορα είδη ορχηστρών όπου συμμετέχει και το Μαντολίνο. Μια τέτοια ορχήστρα είναι και η Μαντολινάτα , είδος πολυπρόσωπης ορχήστρας που αποτελείται απο Μαντολίνα, Κιθάρες, Μαντόλες και Μαντοτσέλα. Σήμερα υπάρχουν πολλές μεγάλες και αξιόλογες Μαντολινάτες, καθώς και πλούσιο ρεπερτόριο έργων για το σύνολο αυτό. Ένα άλλο είδος ορχήστρας στην οποία συναντάμε το Μαντολίνο είναι οι Αμερικάνικες μπουλγκράς ορχήστρες. Ωστόσο, βρίσκουμε το Μαντολίνο και σε παραδοσιακές και λαϊκές ορχήστρες σε όλο τον κόσμο. Το ρεπερτόριο του οργάνου καλύπτει πολλές περιοχές μουσικής έκφρασης, όπως λαϊκά τραγούδια και καντάδες, αλλά και έργα πρωτότυπα ή διασκευασμένα από τη φιλολογία της Ευρωπαϊκής μουσικής. Πολύ συχνά, επίσης, η Μαντολινάτα πλαισιώνεται με χορωδία, οπότε αναλαμβάνει το ρόλο της ορχηστρικής συνοδείας των τραγουδιών της.
Στον ελλαδικό χώρο το Μαντολίνο έχει εξέχουσα θέση κι έχουμε μια αξιοπρόσεκτη παράδοση ορχηστρών Μαντολινάτας. Η Αθηναϊκή και η Επτανησική Μαντολινάτα ήταν από τις πιο φημισμένες ορχήστρες του είδους αυτού. Ακόμη, συναντάμε το Μαντολίνο σε ρεμπέτικες ορχήστρες στη Σμύρνη, αλλά και σε παραδοσιακές ορχήστρες, όπως στην Κρήτη, όπου το Μαντολίνο υπήρξε από τα προσφορότερα όργανα για την πραγματοποίηση εφικτών μουσικών στόχων. Είναι σημαντικός βοηθός της λύρας και πιστός φίλος του Κρητικού οργανοπαίχτη, ο οποίος με το Μαντολίνο του εκφ! ράζει τα συναισθήματά του. Έτσι θα δούμε μεγάλες παρέες που με ένα μόνο Μαντολίνο τραγουδούν μαντινάδες και άλλα τραγούδια του τόπου μας. Μια χαρακτηριστική μαντινάδα της Κρήτης λέει:
"Να τον διαλέξεις κοπελιά τον άντρα που θα φέρεις
να'ναι λεβέντης, μερακλής, μα προπάντος μαντολινιέρης...".

Vivaldi Concerto for Mandolin in D( Lute RV 93 ) 1. Movement

ΜΑΝΤΟΛΙΝΟ ΚΡΗΤΙΚΟ

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

ΚΛΑΡΙΝΟ

Το κλαρίνο, το γνωστό σ’ όλους λαϊκό μουσικό όργανο, εμφανίζεται στην Ελλάδα γύρω στα 1835. Στην δυτική Ευρώπη είναι γνωστό ως κλαρινέτο (ή ευθύαυλος) και είναι πνευστό μουσικό όργανο που στη σημερινή του μορφή εμφανίστηκε το 19ο αιώνα ως εξέλιξη ενός παλαιότερου λαϊκού οργάνου που λεγόταν chalumeau (που σημαίνει "κάλαμος") ή zambogne. Βασικό σταθμό αποτελεί η προσθήκη από το Γερμανό Γιόχαν Κρίστοφ Ντέννερ του κλειδιού δίπλα στην πίσω οπή του οργάνου (στα Ελληνικά λέγεται και "ψυχή").
Κατέχει σήμερα βασική θέση στη συμφωνική ορχήστρα, και ανήκει στην κατηγορία των ξύλινων πνευστών. Πολύ σύνηθες είναι το κλαρινέτο και ως μέλος ορχηστρών της τζαζ.
Στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές χώρες των Βαλκανίων, αποτελεί ένα από τα βασικά όργανα της παραδοσιακής μουσικής. Δεν είναι απολύτως σίγουρο το πώς το κλαρίνο διαδόθηκε στην Ελλάδα, αντικαθιστώντας άλλα παλαιότερα όργανα όπως η φλογέρα και ο ζουρνάς.
Το πιθανότερο είναι ότι προήλθε από τη διαδικασία εκσυγχρονισμού των μουσικών του τουρκικού στρατού στις αρχές του 19ου αιώνα, οι οποίοι μεταξύ άλλων υιοθέτησαν και το κλαρίνο. Κατά μια απλούστερη εκδοχή, το κλαρίνο πέρασε στους Έλληνες από τους Τούρκους ή τουρκόγυφτους περιοδεύοντες μουσικούς, οι οποίοι το έφεραν από την Ευρώπη τον καιρό της τουρκοκρατίας. Είναι πασίγνωστο το ειδικό βάρος που έχει το κλαρίνο στη Ελληνική δημοτική μουσική.
Πρωτοεμφανίζεται στη βόρεια Ελλάδα, την Ήπειρο και τη δυτική Μακεδονία και διαδόθηκε σε όλες τις γωνιές της χώρας, ιδιαίτερα δε στην Πελοπόννησο, στη Στερεά, στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία, χωρίς να λείπει και από την υπόλοιπη επικράτεια. Μαζί, αρχικά με το βιολί και το λαούτο και αργότερα και με το σαντούρι, αποτελούν την κομπανία, το κατεξοχήν λαϊκό μουσικό σχήμα πού αντικαθιστά σιγά-σιγά την πατροπαράδοτη ζύγια νταούλι-ζουρνά. 
Το κλαρίνο διαδόθηκε εύκολα, λόγω της απόδοσής του και ίσως λόγω και της επιρροής του ως ένα μοντέρνο όργανο κατ' ευθείαν από τις συμφωνικές ορχήστρες της Δύσης.
Σίγουρα όμως το κλαρίνο επικράτησε κυρίως λόγω των μεγάλων του μουσικών ικανοτήτων και του τόσο ταιριαστού στην Ελληνική μουσική ήχου του, που οι Έλληνες αγάπησαν αμέσως. Η έκτασή το διαχωρίζει σαφώς από τα απλούστερα παρόμοια όργανα, όπως η φλογέρα και το σουραύλι, που έχουν σαφώς μικρότερες δυνατότητες. Η "άλωση" της δημοτικής μουσικής από το κλαρίνο ήταν τόσο καθολική, που σήμερα για τους περισσότερους Έλληνες είναι αδιανόητη η αποσύνδεσή της από αυτό.
Οι Έλληνες οργανοπαίκτες εξέλιξαν την τεχνική του παιξίματος του οργάνου. Η εξέλιξη αυτή ήταν σταδιακή και έχει σήμερα κλείσει έναν πολύ μεγάλο κύκλο, καταλήγοντας σε έναν χαρακτηριστικό και εύκολα αναγνωρίσιμο ήχο, σε ότι αφορά την παραδοσιακή μουσική μας. Η καταγεγραμμένη από τις αρχές του αιώνα δεξιοτεχνία στο παίξιμο του κλαρίνου μαρτυρούν αυτήν την εξέλιξη, ενώ η διάδοσή του είναι ακόμα εξαιρετικά μεγάλη, ακόμα και εκτός της παραδοσιακής Ελληνικής μουσικής.
Το κλαρίνο αποτελεί τον τελευταίο μεγάλο σταθμό στην πορεία της οργανικής μουσικής στα νεοελληνικά αερόφωνα.
Έχει επίμηκες σωληνωτό σχήμα, ενώ στο σώμα του διακρίνονται έξι βασικές οπές μπροστά και μία οπή στην πίσω πλευρά, μοιάζοντας οπτικά με φλογέρα και άλλα αντίστοιχα πνευστά μουσικά όργανα. Επιπλέον όμως, το κλαρινέτο έχει και μια σειρά από μεταλλικά κλειδιά που καλύπτουν ή αποκαλύπτουν άλλες οπές στο σώμα του. Ο ήχος του κλαρινέτου προέρχεται από το παλλόμενο επιγλωσσίδιο που βρίσκεται τοποθετημένο στο επιστόμιο στην κορυφή του οργάνου, και στο οποίο στερεώνεται μέσω του σφιγκτήρα. Πρωταρχικό ρόλο στην τεχνική του κλαρίνου  παίζει το φύσημα. Με την ανάλογη πίεση στο καλάμι του επιστόμιου του οργάνου ανεβαίνει ή κατεβαίνει το τονικό ύψος κάθε φθόγγου, ενώ το «γλίστρημα» των φθόγγων (κλισάντο) μπορεί να γίνει και με το φύσημα και με τα δάκτυλα.
Τα κλαρίνα πού χρησιμοποιούν σήμερα οι λαϊκοί οργανοπαίκτες είναι συνήθως σε σιμπεμόλ (= σι ύφεση) ή λα κυρίως. Στη Θράκη παίζουν με σολ. Παλιότερα όμως έπαιζαν κλαρίνα με ντο λόγω της έντασης και της οξύτητας του ήχου που έχουν (δυνατά και πρίμα). Την ονομασία αυτή την παίρνουν από την οξύτητα του ήχου (δηλ. ποια νότα ακούμε) όταν στο κλαρίνο παίζουμε το ντο.
Το κλαρίνο αναγνωρίζεται ως εθνικό όργανο, και στα χέρια άξιων μουσικών γίνεται το κατεξοχήν εκφραστικό μουσικό όργανο στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Με το κλαρίνο η δημοτική μελωδία ζει μια νέα λαμπερή περίοδο στον τομέα της οργανικής μουσικής. Γιατί ό,τι κυρίως χαρακτηρίζει το δημοτικό τραγούδι στα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια, δεν είναι ή δημιουργία νέων μελωδιών, αλλά ή επεξεργασία των παλιών. Και στον τομέα αυτόν ο ρόλος του κλαρίνου στάθηκε αποφασιστικός.
 Το κλαρίνο αποτελεί έναν από τους αντιπροσωπευτικούς συντελεστές και μαζί φορείς του πνεύματος πού χαρακτηρίζει το δημοτικό τραγούδι στα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια.

 Πηγές :
  • Εγκυκλοπαίδεια λαϊκών μουσικών οργάνων Φοίβου Ανωγειανάκη.
  • Βαγγελάκης Απόστολος, Η τεχνική του παραδοσιακού κλαρίνου, εκδ. Fagotto, Αθήνα 2006, σελ. 98.
  • Μαζαράκη Δέσποινα, Το λαϊκό κλαρίνο στην Ελλάδα: Με είκοσι μουσικά παραδείγματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1985, σελ. 152.

ΚΛΑΡΙΝΟ ΚΛΑΣΙΚΟ sharon kam mozarts clarinet concerto

ΚΛΑΡΙΝΟ JAZZ

ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ

Πολλά λέγονται για το μπουζούκι έτσι και εγώ ψάχνοντας και αντλώντας πληροφορίες από διάφορα άρθρα σας παρουσιάζω εδώ σήμερα την ιστορία του μπουζουκιού...
Μπουζούκι Από την Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
“Το Μπουζούκι είναι λαουτοειδές έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο, με αχλαδόσχημο ηχείο (σκάφος) από επιμήκεις ξύλινες λουρίδες και μακρύ βραχίονα με κλειδιά στην άκρη για το χόρδισμα (κούρδισμα). Κατά μήκος του βραχίονα υπάρχουν λεπτά μεταλικά ελάσματα, κάθετα προς την κατεύθυνση του βραχίονα, που σφηνώνονται σε μία λεπτή σχισμή και λέγονται τάστα. Τα διαστήματα ανάμεσα στα τάστα, οριοθετούν την απόσταση του ημιτονίου.

Τεχνικά χαρακτηριστικά Το Μπουζούκι, είναι χορδόφωνο, νυκτό όργανο.
Αποτελείται από ημισφαιρικο αχλαδόσχημο ηχείο και μανίκι διπλάσιου μήκους, και συνολικά έχει μήκος από 70 εκ. έως 1 μέτρο. Το μανίκι φέρει σταθερά τάστα με βήμα ημιτονίου, και κλειδιά τύπου Τ.
Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλικών χορδών κουρδισμένες σε τόνους ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, ενώ αργότερα απέκτησε τέταρτο ζεύγος και κούρδισμα ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ [πάλι ανά ζεύγος]. Παλιότερα, στην ανατολία, τα κουρδίσματα άλλαζαν ανάλογα με τον μουσικο δρόμο [μακαμ] της εκτελούμενης μελωδίας. Οι τρόποι αυτοι διατηρήθηκαν έως τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν σταδιακά, οριστικά δε με την μετατροπή σε 8χορδο. [Χαρακτηριστική αναφορά σε νοσταλγικο τραγούδι του Μ. Βαμβακάρη: "Να άκουγες το αραπιέν και το καραντουζένι"]
Παίζεται με πένα που αρχικά ήταν ξύλινη [από κερασιά] και πλέον συνθετική.
Διαθέτει τρεις ή τέσσερεις διπλές, και σε ορισμένες περιπτώσεις μονές, χορδές τις οποίες χτυπά ο μουσικός με με ένα μικρό πλήκτρο την πένα. Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλικών χορδών κουρδισμένες σε τόνους ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, ενώ αργότερα απέκτησε τέταρτο ζεύγος και κούρδισμα ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ (πάλι ανά ζεύγος). Υπάρχουν βέβαια και κάποια άλλα κουρδίσματα για τετράφωνα μπουζούκια Irish 1: gG - dD - AA - DD Irish 2: gG - dD - AA - EE Irish 3: aA - dD - AA - EE . Παλιότερα, στην ανατολία, τα κουρδίσματα άλλαζαν ανάλογα με τον μουσικο δρόμο (μακάμ) της εκτελούμενης μελωδίας. Οι τρόποι αυτοι διατηρήθηκαν μέχρι τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν σταδιακά, οριστικά δε με την μετατροπή του μπουζουκιού σε 8χορδο.
Καταγωγή
Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι προέρχεται από την τουρκική μουσική παράδοση. Οι περισσότεροι όμως δέχονται την τουρκική προέλευση μόνο της ονομασίας, ενώ θεωρούν το όργανο ένα είδος μετεξέλιξης της αρχαιοελληνικής πανδούρας.
Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το μπουζούκι που κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη λαϊκή ορχήστρα, έχει σχήμα, διαστάσεις και διάταξη χορδών, ίδια περίπου εδώ και χιλιάδες χρόνια. Πέρασε από τους αρχαίους Έλληνες στους Βυζαντινούς, επέζησε στην Τουρκοκρατία και η άνθησή του στις μέρες μας πέρασε πρώτα από μια περίοδο αμφισβήτησης στις αρχές του αιώνα. Οι παραλλαγές αυτού του αρχαίου οργάνου ήταν αρκετές μέσα στα χρόνια της ζωής του και είχε τα ονόματα πανδούρα ή πανδουρίδα, τρίχορδον, ταμπουράς, θαμπούρα, ταμπούριν, ψαλτήριον, μπουζούκι καί πολλά άλλα ακόμη με τα οποία ονομάζονταν και άλλα μικρότερα ή μεγαλύτερα όργανα της ίδιας οικογένειας, των ταμπουράδων. Στην πραγματικότητα ήταν απλώς μικροτροποποιήσεις και παραλλαγές του ίδιου βασικού οργάνου, του ταμπουρά. ο μουσικολόγος και κριτικός Φοίβος Άνωγειανάκης περιγράφει την πορεία του ταμπουρά και την ιστορία του ονόματός του ως τις μέρες μας. Για τη βυζαντινή εποχή oι πηγές είναι πολλές, καθώς η πανδούρα και το κανονάκι, ήταν από τα βασικώτερα όργανα για τη διδασκαλία της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσική όπως τονίζει ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος στο βιβλίο του για την βυζαντινή μουσική.

Τετράς η ξακουστή του ΠειραιώςΣύγχρονη ιστορία
Από το τέλος του περασμένου αιώνα το μπουζούκι άρχισε νά εξαφανίζεται σταδιακά από την ελληνική δημοτική μουσική και όταν σχηματίσθηκαν τα δύο βασικά ορχηστικά σχήματα, η κομπανία στην στεριανή Ελλάδα (κλαρίνο, βιολί, λαγούτο, σαντούρι) και η ζυγιά οτα νησιά (βιολί-λαούτο ή βιολί-λύρα) το μπουζούκι έμεινε εκτός. Από εδώ και πέρα όμως ξεκίνησε μια νέα ακμή. Στο 2ο μισό του 19ου αιώνα ανιχνεύονται οι ρίζες του ρεμπέτικου τραγουδιού, το οποίο άρχισε να αποδίδεται με τη συνοδεία μπουζουκιού, αλλά όχι αποκλειστικά, όπως έγινε αργότερα. Τον πρώτο ρόλο αναλαμβάνει το μπουζούκι στη δεκαετία του 1920, εποχή που υπάρχουν πολλοί μπουζουξήδες. Στα 1935 σχηματίσθηκε η πρώτη ρεμπέτικη κομπανία με τρία μπουζούκια κι ένα μπαγλαμά, μια μικρογραφία δηλ. του μπουζουκιού. Στην κομπανία συμμετείχαν ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Ανέσιος Δελιάς που έπαιζαν μπουζούκια και ο Γιώργος Μπάτης που έπαιζε μπαγλαμά. Το ρεμπέτικο, αυτό το μουσικό είδος ταυτίσθηκε με το μπουζούκι και το όργανο αυτό τελειοποιήθηκε και αξιοποιήθηκε στα χέρια μεγάλων εκτελεστών ανάμεσα στους οποίους ήταν οι Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Χιώτης, Μητσάκης και πολλοί άλλοι. Η μεγάλη αλλαγή στην τεχνική του μπουζουκιού έγινε από τον Μανώλη Χιώτη, που μετέτρεψε το μπουζούκι σε τετράχορδο στη δεκαετία του ’50. Στις μέρες μας πλεόν, συνηθίζεται να παίζεται σε τρίχορδο μπουζούκι το ρεμπέτικο τραγούδι ενώ σε τετράχορδο, το ελαφρύ λαϊκό όπως ονομάστηκε.”