Το Μαντολίνο είναι μικρό έγχορδο μουσικό όργανο και προέρχεται απο την Μάντορα ή Μάντολα, όργανο συγγενικό με το Λαούτο.
Ο όρος Μαντολίνο πρωτοεμφανίστηκε στην Ιταλία γύρω στα 1600, για να χαρακτηρίσει μια μικρή Μαντόρα.
Στις αρχές του 17ου αιώνα το Μαντολίνο διαδόθηκε σε όλη την Ιταλία και από εκεί, σχεδόν ραγδαία, εξαπλώθηκε η χρήση του σε όλον το κόσμο, καθώς πέρασε στην υπόλοιπη Ευρώπη, στην Αμερική, στη Ρωσία και την Ιαπωνία, ακόμα στα Μικρασιάτικα παράλια και στην Ελλάδα
Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα κατασκευαζόταν με ποικίλες μορφές σε πολλές πόλεις της Ιταλίας. Το πιο αντιπροσωπευτικό Μαντολίνο είναι το Ναπολιτάνικο. Το σχήμα καθώς και οι διαστάσεις του οργάνου οφείλονται σε ένα μεγάλο βαθμό στον κορφαίο κατασκευαστή Πασκουάλε Βίνσια (1806-1882).
Το μαντολίνο είχε αρχικά εντέρινες χορδές και νύσονταν με τα δάχτυλα. Μετά το 1730 διάφορες μεταβολές του έδωσαν την τελική του μορφή. Έτσι, οι εντέρινες χορδές αντικαταστήθηκαν με 4 ζεύγη χαλύβδινων χορδών που κουρδίζονται με μεταλλικές κεφαλές - κλειδιά. Το ηχείο του είναι αχλαδόσχημο και βαθύ, ο βραχίονάς του φέρει 17 τάστα και είναι ελαφρά υπερυψωμένος.
Το Μαντολίνο του Μιλάνου (18ος αιώνας) ήταν ένα μικρό όργανο, παρόμοιο με το Λαούτο, με 5 ή 6 ζεύγη χορδών , και ήταν ουσιαστικά μια παραλλαγή της μεσαινωνικής Μαντόλας.
Αργότερα, κατασκευάσθηκαν στη Γαλλία και την Πορτογαλία Μαντολίνα με επίπεδη πλάτη, ενώ το 19ο αιώνα, ο Αμερικάνος κατασκευαστής Όρβιλ Γκίμπσον ήταν αυτός που έφτιαξε Μαντολίνα με κυρτό καπάκι και επίπεδη ράχη.
Το 20ο αιώνα, για τις ανάγκες της ορχήστρας κατασκευάσθηκαν Μαντολίνα σε διάφορα μεγέθη, απο κοντράλτο μέχρι και κοντραμπάσο, κι έτσι, στην οικογένεια του Μαντολίνου, που πλέον έγινε δημοφιλές, θα ενταχτούν η Μαντόλα άλτο (ντο, σολ, ρε, λα) και τενόρο (σολ, ρε, λα, μι), το Μαντοτσέλο μπάσο (ντο, σολ, ρε, λα, μια οκτάβα χαμηλότερα από το άλτο), το Μαντολόνε (φα, σολ, λα, ρε, σολ, σι, μι, λα) και το Μαντομπάσο (ντο, σολ, ρε, λα, κοντραμπάσο).
Η πρώτη σύνθεση που γράφτηκε για Μαντολίνο, χρονολογείται γύρω στο 1650. Γνωστά έργα για Μαντολίνο είναι ένα κονσέρτο του Βιβάλντι και μια σερενάτα του Μότσαρτ, που περιλαμβάνεται στην όπερα Ντον Τζοβάνι. Μεγάλοι συνθέτες όπως ο Χέντελ, ο Βέρντι, ο Μάλερ, ο Σένμπερκ κ.α. χρησιμοποίησαν το Μαντολίνο σε μεγάλα έργα τους.
Έτσι , εμφανίστηκαν με τον καιρό διάφορα είδη ορχηστρών όπου συμμετέχει και το Μαντολίνο. Μια τέτοια ορχήστρα είναι και η Μαντολινάτα , είδος πολυπρόσωπης ορχήστρας που αποτελείται απο Μαντολίνα, Κιθάρες, Μαντόλες και Μαντοτσέλα. Σήμερα υπάρχουν πολλές μεγάλες και αξιόλογες Μαντολινάτες, καθώς και πλούσιο ρεπερτόριο έργων για το σύνολο αυτό. Ένα άλλο είδος ορχήστρας στην οποία συναντάμε το Μαντολίνο είναι οι Αμερικάνικες μπουλγκράς ορχήστρες. Ωστόσο, βρίσκουμε το Μαντολίνο και σε παραδοσιακές και λαϊκές ορχήστρες σε όλο τον κόσμο. Το ρεπερτόριο του οργάνου καλύπτει πολλές περιοχές μουσικής έκφρασης, όπως λαϊκά τραγούδια και καντάδες, αλλά και έργα πρωτότυπα ή διασκευασμένα από τη φιλολογία της Ευρωπαϊκής μουσικής. Πολύ συχνά, επίσης, η Μαντολινάτα πλαισιώνεται με χορωδία, οπότε αναλαμβάνει το ρόλο της ορχηστρικής συνοδείας των τραγουδιών της.
Στον ελλαδικό χώρο το Μαντολίνο έχει εξέχουσα θέση κι έχουμε μια αξιοπρόσεκτη παράδοση ορχηστρών Μαντολινάτας. Η Αθηναϊκή και η Επτανησική Μαντολινάτα ήταν από τις πιο φημισμένες ορχήστρες του είδους αυτού. Ακόμη, συναντάμε το Μαντολίνο σε ρεμπέτικες ορχήστρες στη Σμύρνη, αλλά και σε παραδοσιακές ορχήστρες, όπως στην Κρήτη, όπου το Μαντολίνο υπήρξε από τα προσφορότερα όργανα για την πραγματοποίηση εφικτών μουσικών στόχων. Είναι σημαντικός βοηθός της λύρας και πιστός φίλος του Κρητικού οργανοπαίχτη, ο οποίος με το Μαντολίνο του εκφ! ράζει τα συναισθήματά του. Έτσι θα δούμε μεγάλες παρέες που με ένα μόνο Μαντολίνο τραγουδούν μαντινάδες και άλλα τραγούδια του τόπου μας. Μια χαρακτηριστική μαντινάδα της Κρήτης λέει:
"Να τον διαλέξεις κοπελιά τον άντρα που θα φέρεις
να'ναι λεβέντης, μερακλής, μα προπάντος μαντολινιέρης...".