Σάββατο 21 Μαΐου 2011

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΙΑΝΟΥ

Στον ήχο του Πιάνου,



Εφευρέτης του πιάνου είναι ο Ιταλός Μπαρτολομέο Κριστόφορι. Γεννήθηκε στην Πάδοβα το 1655. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια και από μικρός έμαθε την τέχνη της κατασκευής μουσικών οργάνων



Ο βασιλιάς των οργάνων κατά τον Λιστ, ο κρουστός αυτοκράτορας των αισθήσεων κατά τον Προκόφιεφ, η ολοκληρωμένη φόρμα κρουστού οργάνου, κατά τον Μιγιό, το αινιγματικό κουτί με τις μακριές χορδές κατά τον Σνίτκε, ό,τι δεν είναι υπερβολή ή δεν είναι καλολογισμός είναι το πιάνο!
Χρειάστηκαν περίπου 300 χρόνια έρευνας ως τη συγκρότηση του μηχανισμού με τον οποίον το γνωρίζουμε σήμερα!


Είναι ένα σόλο μουσικό όργανο, που μπορεί να θεωρηθεί έγχορδο ή κρουστό. Παίζεται με πλήκτρα, τα οποία όταν πατηθούν από τον πιανίστα σηκώνουν σφυράκια που χτυπούν τις χορδές του, παράγοντας έτσι ήχους. Η δυνατότητα να δίνει μια διαφορετική νότα από το κάθε δάχτυλο και να κάνει κάθε νότα απαλή ή δυνατή, δίνει στο πιάνο μια εκπληκτική ποικιλία έκφρασης.
Στις αρχές του 18ου αιώνα τα κλαβίχορδα που βρίσκονταν στα σπίτια μόλις που ακούγονταν εκτός δωματίου, αν και χαρακτηρίζονταν από εκφραστικό ήχο. Στον αντίποδα τα κλαβεσέν, που ικανοποιούσαν χάρη στον διαπεραστικό ήχο αλλά η ποιοτική απόδοσή τους υστερούσε. Οι λάτρεις της μιας σχολής και οι θαυμαστές της άλλης υπεράσπιζαν με πάθος την επιλογή τους, στόχος των κατασκευαστών όμως παρέμενε το να ολοκληρώσουν ένα πληκτροφόρο που να αποδίδει μουσικά, να εκφράζει ωραία αισθήματα και να διαθέτει εύρωστο ήχο. Γράφει ο Κουπρέν το 1713: «Θα ήμουν υπόχρεος εφ' όρου ζωής σε όποιον κατασκεύαζε επιτέλους ένα όργανο που να μου επιτρέπει να παίζω σιγά και δυνατά, και να εξασφαλίζει την έξοδο της έκφρασής μου...».


Και όμως στη Φλωρεντία ο Μπαρτολομέο Κριστοφόρι το 1709 είχε κατασκευάσει ένα όργανο, gravicembalo col piano e forte, επιδιώκοντας να ικανοποιήσει την επιθυμία πολλών μουσικών να παίζουν με ευρεία χρωματική παλέτα, από πολύ σιγά ως (σχετικά έστω) δυνατά. Το νέο στοιχείο ήταν η αντικατάσταση του μηχανισμού με το τσίμπημα της μύτης του φτερού ­ κλαβεσέν ­ από τα γνωστά μας σφυράκια, τον ξύλινο μοχλό που μόλις χτυπήσει πάνω στη μεταλλική χορδή επανέρχεται στην αρχική του θέση επιτρέποντάς της να πάλλεται για λίγο χρόνο μετά. Αν και θεωρείται «εφευρέτης» του σύγχρονου πληκτροφόρου, ο Κριστοφόρι δεν ήταν ο μόνος που κλεισμένος στο εργαστήριο ονειρευόταν το τέλειο όργανο και δαπανούσε ατελείωτο χρόνο στη χειρωνακτική και πνευματική προσπάθεια.
Το πιάνο μπορεί να αποδώσει μουσική είτε ως σόλο όργανο, είτε μέσα σε μια ορχήστρα. Αν και πολλοί πιστεύουν πώς χρησιμοποιείται κυρίως στην κλασική μουσική, το πιάνο κατέχει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο και στην τζαζ, την μπλουζ και το ροκ εν ρολ, καθώς και στη λαϊκή μουσική όπου είτε κυριαρχεί είτε λειτουργεί ως βοηθητικό για άλλα όργανα.


Όσον αφορά τη λειτουργία του, πατώντας κάποιο πλήκτρο η χορδή που του αντιστοιχεί "χτυπιέται" από ένα μαλακό σφυράκι καλυμμένο από τσόχα που επιστρέφει πίσω στη θέση του όταν χτυπηθεί η χορδή.
Είναι εντυπωσιακό το ότι στην Ολλανδία τις αρχές μόλις του 17ου αιώνα ­ περίοδο ανεπανάληπτης ακμής της χώρας και εξέλιξης στην τέχνη και στην τεχνική ­ ένας άγνωστος είχε ήδη επιχειρήσει να κατασκευάσει μηχανισμούς, με ξύλινο βραχίονα κολλημένο στο πλήκτρο αλλά με ατελέστερο μοχλό, χωρίς μονωτήρες. Δύο οικογένειες (Ρούκερς, Αντβερπέν) κατασκεύασαν όργανα εντυπωσιακής τελειότητας για τα τότε δεδομένα, τα οποία κοσμούσαν όλα σχεδόν τα γνωστά αριστοκρατικά σπίτια. Η αλήθεια είναι ότι η κατάκτηση του Κριστοφόρι έδωσε φτερά στους σύγχρονους που γρήγορα πληροφορήθηκαν τα χαρμόσυνα νέα όπου και αν ήταν εγκατεστημένοι στον ευρωπαϊκό χώρο. Σε συνεργασία με τους συνθέτες και τους εκτελεστές επιδόθηκαν σε μια πεισματική προσπάθεια αξιοποίησης της νέας επινόησης.


Επιπρόσθετα το πιάνο έχει και δύο πεντάλ κάτω στο κέντρο στο ύψος του πέλματος. Το αριστερό είναι το σιγανό: πατώντας το, σηκώνεται ένας μοχλός που μετακινεί τα σφυράκια κοντύτερα στις χορδές με αποτέλεσμα ο ήχος να είναι σαφώς σιγανότερος. Το δεξί πεντάλ που ονομάζεται πεντάλ διαρκείας ή δυνατό πεντάλ ανασηκώνει τους σιωπητήρες από τις χορδές και διατηρεί τον ήχο.
Στη Γαλλία στα τέλη του αιώνα ένας νεωτερισμός θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην επίτευξη του «τέλειου» μηχανισμού του πιάνου. Ο Sebastien Erard, τεχνίτης με μεγάλη πείρα, προτείνει τον μηχανισμό του διπλού χτυπήματος, τον οποίο, με τη συνεργασία δεξιοτεχνών, ολοκληρώνει το 1823, με τοποθέτηση στα πιάνα με οριζόντιο χορδικό σύστημα της «διπλής ρεπετισιόν». Ο μουσικός θα μπορεί να επαναλάβει με μεγάλη ταχύτητα την κρούση του ίδιου πλήκτρου χωρίς να χρειαστεί να το ανασηκώσει εντελώς. Το επόμενο στάδιο είναι το ντύσιμο των ξύλινων σφυριών με δέρμα (και λίγο αργότερα με τσόχα), για να βελτιωθεί επιτέλους αποφασιστικά η ποιότητα του παρεχόμενου ήχου. Στον ίδιο κατασκευαστή αποδίδεται και ο τελειότερος από τους πρώτους συγκροτημένους μηχανισμούς πεντάλ.


Είναι μουσικό όργανο, που μπορεί να θεωρηθεί έγχορδο ή κρουστό. Παίζεται με πλήκτρα, τα οποία όταν πατηθούν από τον πιανίστα σηκώνουν σφυράκια που χτυπούν τις χορδές του, παράγοντας έτσι ήχους. Η δυνατότητα να δίνει μια διαφορετική νότα από το κάθε δάχτυλο και να κάνει κάθε νότα απαλή ή δυνατή, δίνει στο πιάνο μια εκπληκτική ποικιλία έκφρασης. Το πιάνο μπορεί να αποδώσει μουσική είτε ως σόλο όργανο, είτε μέσα σε μια ορχήστρα. Αν και πολλοί πιστεύουν πώς χρησιμοποιείται κυρίως στην κλασική μουσική, το πιάνο κατέχει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο και στην τζαζ, την μπλουζ και το ροκ εν ρολ, καθώς και στη λαϊκή μουσική όπου είτε κυριαρχεί είτε λειτουργεί ως βοηθητικό για άλλα όργανα.


Τα καλύτερα καθώς και αρκετά ακριβά σε τιμή είναι τα πιάνα με ουρά που είναι μεγάλα όχι μόνο σε μέγεθος αλλά και σε ήχο. Τα όρθια πιάνα είναι ίσως πιο συνηθισμένα γιατί καταλαμβάνουν λιγότερο χώρο αλλά και επειδή είναι λιγότερο ακριβά.
Η ποιότητα ενός πιάνου εξαρτάται από μεγάλο αριθμό ιδιοτήτων. Πρόκειται, σύμφωνα με τον Στάνγουεϊ, για έναν ζωντανό οργανισμό όπου, αν τα ζωτικά σημεία λειτουργούν και συνεργάζονται ικανοποιητικά, όλα πηγαίνουν κατ' ευχήν. Το πιάνο παρέχει ακουστικές και εκτελεστικές δυνατότητες χάρη στα ζωτικά σημεία του.


Το πιάνο ονομάστηκε έτσι διότι μπορούσε να παίζει "πιάνο" (piano) που στην ιταλική γλώσσα -και σύμφωνα με τους μουσικούς όρους- σημαίνει σιγά. Τα πρώτα πιάνα, τα πιανοφόρτε, όπως ονομάζονταν, (δηλαδή δυνατά-σιγά), εφευρέθηκαν γύρω στα 1700.
Τα σύγχρονα πιάνα απαντώνται με δύο σχήματα: το όρθιο υπηρετεί τις ανάγκες της καθημερινής ζωής, το πιάνο με ουρά τις ανάγκες της αισθητικής, μουσικής επικοινωνίας. Και οι δύο τύποι πιάνου αποτελούνται από ηχείο, σώμα υποστήριξης, πλαίσιο, χορδές, πληκτρολόγιο, πεντάλ και βασικό μηχανισμό. Η έκταση ήχου αγγίζει τα 88 πλήκτρα. Πάνω στο πλαίσιο ακουμπά η ηχητική τράπεζα, το ηχείο. Αποτελείται από ξύλο έλατου και μαντέμι. Οι χορδές δραστηριοποιούνται από τα σφυράκια, ολοκληρώνοντας τον κρουστικό μηχανισμό, μεταδίδουν μέσω ενός «καβαλάρη» το παλμικό τους άθροισμα και το ηχείο διαχέει τον ήχο στο περιβάλλον. Ο καβαλάρης τοποθετείται σε καθορισμένο σημείο του ηχείου. Πάνω του περνά το πίσω μέρος της χορδής και τον πιέζει. Τα σημερινά πιάνα διαθέτουν έναν καβαλάρη για τις χαμηλότονες χορδές και έναν για τις υψηλότονες.


Όσον αφορά τη λειτουργία του, πατώντας κάποιο πλήκτρο η χορδή που του αντιστοιχεί κρούεται από ένα μαλακό σφυράκι καλυμμένο από τσόχα που επιστρέφει πίσω στη θέση του όταν χτυπηθεί η χορδή. Επιπρόσθετα το πιάνο έχει και δύο ή τρία πεντάλ κάτω στο κέντρο στο ύψος του πέλματος. Το αριστερό είναι το σιγανό (una corda): πατώντας το, σηκώνεται ένας μοχλός που στα όρθια πιάνα μετακινεί τα σφυράκια κοντύτερα στις χορδές με αποτέλεσμα ο ήχος να είναι σαφώς σιγανότερος ενώ στα πιάνα με ουρά κινεί τα σφυράκια παράλληλα με τις χορδές έτσι ώστε να χτυπούν μόνο την μία από τις διπλές και τριπλές χορδές (εξ ου και το όνομα una corda - μια χορδή) κάνοντας τον ήχο πάλι πιο απαλό. Το δεξί πεντάλ, που ονομάζεται πεντάλ διαρκείας ή δυνατό πεντάλ, ανασηκώνει τους σιωπητήρες από τις χορδές και διατηρεί τον ήχο.


Τα περισσότερα έργα για πιάνο είναι γραμμένα αποκλειστικά γι' αυτό (έργα για πιάνο), ωστόσο έχουν γραφεί και αρκετά έργα στα οποία το πιάνο συμμετέχει σε συμφωνική ορχήστρα είτε ως όργανο με προεξάρχοντα ρόλο (κονσέρτα για πιάνο) είτε και ως απλό όργανο της ορχήστρας.


Το εκκλησιαστικό όργανο, που κάποτε θεωρούνταν «ο βασιλιάς των οργάνων», είναι ένα αερόφωνο πληκτροφόρο. Ο αέρας διοχετεύεται στους αυλούς του με μηχανικό τρόπο. Οι αυλοί ελέγχονται από δύο ή περισσότερα πληκτρολόγια και μια σειρά ποδόπληκτρα. Η αυξομείωση στον όγκο φωνής των σύγχρονων επιτυγχάνεται με τους διάφορους ρυθμιστικούς θαλάμους που ενεργοποιούνται με πεντάλ. Με τον πολυχρωματικό του ήχο, το εκκλησιαστικό όργανο μπορεί να γεμίσει ένα τεράστιο χώρο. Ηλεκτρικά ενισχυόμενα πληκτροφόρα, που μιμούνται εκκλησιαστικά όργανα και άλλα ηχοχρώματα, γνωρίζουν σήμερα ευρύτατη διάδοση και χρήση. Έχουν ανακαλυφθεί διάφορες μέθοδοι παραγωγής ήχου, όπως οι παλλόμενες μεταλλικές γλωττίδες, οι ταλαντωτές, και πρόσφατα η σύνθεση με ψηφιακές κυμματομορφές.






Διαβάστε περισσότερα: http://rc-cafe.blogspot.com/#ixzz1MzIypE4c

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Η Μελωδία του Ακορντεόν,


Το αδικημένο μουσικό όργανο του μαυρόασπρου Ελληνικού κινηματογράφου,

Το ακκορντεόν, όσο κι αν φαίνεται σύγχρονο όργανο, είναι απόγονος δύο οργάνων της Ανατολής, του κινέζικου σενγκ και του γιαπωνέζικου σο. Στην Ευρώπη πρωτοπαρουσιάστηκε το 1822 από τον Μπούσμαν, στο Βερολίνο, Το 1827 στην Αυστρία πήρε τη σημερινή του ονομασία,την τελική του μορφή την πήρε από τον Ιταλό Νταλλαπέ, το 1850 και το 1910 τελειοποιήθηκε με την προσθήκη των χρωματιστών μπάσων. Από τότε έγινε υπολογίσιμο όργανο στη μουσική τέχνη.
Μουσικό όργανο πνευστό με πλήκτρα και φυσούνα.


Το ακορντεόν έχει κι αυτό τον ίδιο μηχανισμό με το αρμόνιο, με τη διαφορά ότι είναι φορητό. Ο μουσικός γεμίζει με αέρα τη δεξαμενή του οργάνου, ανοιγοκλείνοντας τη φυσούνα, τον οποίο στη συνέχεια διοχετεύει με την πίεση των κατάλληλων πλήκτρων σε δονούμενα ελάσματα, παράγοντας το γλυκό και τόσο γνώριμο ήχο. Στο αριστερό χέρι υπάρχουν κουμπιά για τις αρμονικές βαθμίδες στις διάφορες σκάλες κι έτσι το ακκορντεόν μπορεί να θεωρηθεί ένα αρκετά ολοκληρωμένο μουσικό όργανο.


Eίναι αερόφωνο όργανο και παράγει τον ήχο με λάμες (μεταλλικές γλωσσίδες). Ουσιαστικά πρόκειται για μια μεγάλη φυσαρμόνικα, με την διαφορά ότι ο αέρας δεν προέρχεται από την εκπνοή του εκτελεστή αλλά από μια μεγάλη φυσούνα. Στο δεξί τμήμα του οργάνου υπάρχει πληκτρολόγιο όμοιο με εκείνο του πιάνου σε μικρότερη όμως έκταση δηλαδή φα3-λα5 (λίγο παραπάνω από 3 οκτάβες), ενώ στο αριστερό τμήμα υπάρχουν τα μπάσσα πλήκτρα τα οποία όμως δεν έχουν την μορφή του πληκτρολογίου ενός πιάνου, αλλά των μικρών κουμπιών. Η έκταση των μπάσσων φτάνει στις 5 οκτάβες. Τα ακκορντεόν ξεκινούν με μπάσσα των 36 κουμπιών, 60, 80 και φτάνουν στα 120 κουμπιά.



Υπάρχουν δύο τύποι ακκορντεόν, τα μονά και τα επαναφοράς. Στα μονά, κάθε πλήκτρο μελωδίας του δεξιού χεριού ελέγχει ένα ζευγάρι γλωττίδες κουρντισμένες με διαφορά τόνου μεταξύ τους. Η πίεση του φυσητήρα κάνει τη μια γλωττίδα να ηχήσει, ενώ το τράβηγμα επηρρεάζει την άλλη. Ετσι χρειάζονται μόνο τέσσερα κουμπιά για να καλυφθεί μία οκτάβα από οκτώ νότες. Στο βρετανικό χρωματικό ακκορντεόν μια δεύτερη σειρά κουμπιών παρέχει τα ημιτόνια της κλίμακας, αυξάνοντας έτσι τις μελωδικές δυνατότητες του οργάνου. Επειδή η "πίεση" του φυσητήρα δημιουργεί διαφορετική νότα από το "τράβηγμα", το μονό ακκορντεόν ταιριάζει περισσότερο στην κοφτή, ρυθμική, χορευτική μουσική. Στο ακκορντεόν επαναφοράς, το κάθε ζεύγος γλωττίδων δημιουργεί την ίδια νότα, είτε πιέζουμε είτε τραβούμε τον φυσητήρα και γι' αυτό το αποτέλεσμα είναι απαλότερο και μελωδικότερο.


Και στους δύο τύπους του οργάνου χρησιμοποιούνται επιπλέον σειρές γλωττίδων, για την επέκταση του ηχητικού φάσματος - για αύξηση των οκτάβων ή για μεταβολή του τόνου, αν χρειαστεί. Υπάρχει επίσης ένα κουμπί για τον αριστερό αντίχειρα, που ελευθερώνει τον αέρα έτσι ώστε να ανοίγει ή να κλείνει ο φυσητήρας χωρίς να παράγεται ήχος.

Η μοναδικότητα του οργάνου - με τις συγχορδίες που σχηματίζονται από ένα μόνο κουμπί - είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα ευρύ μουσικό ρεπερτόριο για την εκμάθηση του οργάνου. Αρκετοί συνθέτες άλλωστε, μεταξύ των οποίων ο Τσαϊκόφσκι κι ο Προκόφιεφ, έχουν γράψει έργα για το όργανο αυτό


Ο οργανοπαίκτης με το δεξί χέρι του παίζει τη μελωδία και με το αριστερό χέρι τη συνοδεία καθώς ανοιγοκλείνει τη φυσούνα. Το ρεύμα του αέρα που δημιουργεί το ανοιγόκλειμα της φυσούνας δονεί τα μεταλλικά ελάσματα που αντιστοιχούν στις νότες.
Όταν παίζονται τα πλήκτρα, κινούνται οι δικλείδες, στις οποίες αντιστοιχούν μεταλλικές λεπίδες που καταλήγουν σε ελεύθερες γλωττίδες.
Με το πέρασμα του αέρα ανάμεσά τους οι γλωττίδες δονούνται και παράγουν τον ήχο.
Το ακορντεόν είναι βασικό όργανο στις αργεντίνικες ορχήστρες που παίζουν ταγκό, και ένας από τους καλύτερους ακορντεονίστες στον κόσμο ήταν ο Πιατσόλα που χάθηκε πρόσφατα (1995).
Στην Ελλάδα το ακορντεόν συνοδεύει κυρίως λαϊκές και ρεμπέτικες ορχήστρες. Ένας βιρτουόζος του ακορντεόν είναι ο Λάζαρος Κουλαξίζης.


Τι ακορντεόν να αγοράσω,

Στο εμπόριο υπάρχουν διαφόρων τύπου και ποιότητας ακκορντεόν, με κύρια χαρακτηριστικά τον αριθμό των μπάσσων (των μικρών μαύρων κουμπιών που έχουν στην αριστερή πλευρά). Ο σπουδαστής που ξεκινά για πρώτη φορά τα μαθήματα είναι προτιμότερο να αγοράσει ακκορντεόν με λίγα μπάσσα (36) ώστε να έχει και μικρότερο βάρος.

Τι ρεπερτόριο θα διδαχθώ,

Το ακορντεόν υποστηρίζει ένα πλήθος ρεπερτορίου που ξεκινά από κομμάτια κλασσικής μουσικής, μέχρι valse, tango, jazz, ποπ, ροκ, αλλά και ρεμπέτικα, λαϊκά ελαφρολαϊκά και πολλά άλλα.




 

Τρίτη 19 Απριλίου 2011

ΣΑΞΟΦΩΝΟ

Το σαξόφωνο είναι πνευστό χάλκινο μουσικό όργανο, αλλά ανήκει στην οικογένεια των ξύλινων πνευστών γιατί ο ήχος του παράγεται από καλάμι. Έχει στόμιο με γλωττίδα, κωνικό σωλήνα και μηχανισμό κλειδιών. Το πρώτο σαξόφωνο το κατασκεύασε από ξύλο ο ωρολογοποιός Ντεφοντενέλ (Defantenel) στο Λιζιέ. Ο πραγματικός δημιουργός, που έδωσε και το όνομά του στο όργανο, είναι ο Βέλγος Αδόλφος Σαξ (Adolphe Sax). Υπάρχουν επτά είδη σαξοφώνου: σοπρανίνο, σοπράνο, άλτο, τενόρο, βαρύτονο, μπάσο και κόντρα μπάσο. Το σαξόφωνο άργησε να επιβληθεί στην κλασική ορχήστρα αν και το είχαν χρησιμοποιήσει, μετυαξύ άλλων, ο Ζορζ Μπιζέ στην Αρλεζιάνα και ο Ζιλ Μασνέ στο Βέρθερο. Χρησιμοποιείται ακόμη σε στρατιωτικές μπάντες και σε ορχήστρες τζαζ, αλλά και σε άλλα είδη όπως η ρέγκε και η σκα.

Πίνακας περιεχομένων

[Εμφάνιση]

 Ιστορία

Το σαξόφωνο δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1840 από τον Αδόλφο Σαξ, ο οποίος ήταν κλαρινετίστας. Είναι άγνωστη η προέλευση της έμπνευσης του Αδόλφου για τη δημιουργία του σαξόφωνου, όμως υπάρχει μια σαφής βεβαιότητα ότι κάποια σημεία του ανταποκρίνονται σε αντίστοιχα σημεία του κλαρίνου και του όμποε. Το επιστόμιο είναι σαν αυτό του κλαρίνου και τα κλειδιά όπως αυτά του όμποε. Ο Σαξ εργάστηκε για πολλά χρόνια στο εργαστήριο του πατέρα του και έφτιαξε 2 κλαρινέτα. Η Ουγγρική/Ρουμάνικη Tarogato η οποία είναι αρκετά παρόμοια με το σοπράνο σαξόφωνο έχει επίσης αναφερθεί ως πιθανή πηγή έμπνευσης. Ωστόσο δεν μπορεί να είναι έτσι γιατί η μοντέρνα Tarogato που έχει στόμιο από καλάμι δεν αναπτύχθηκε μέχρι το 1890, πολύ καιρό μετά την εφεύρεση του σαξόφωνου. Η πιο αληθοφανής εξήγηση, είναι ότι πράγματι ο Σαξ προσπάθησε να δημιουργήσει ένα εντελώς καινούργιο μουσικό όργανο που να ταιριάζει τόσο τονικά όσο και στην τεχνική με την ιδέα που είχε στο μυαλό του, και να έχει ένα νέο επίπεδο ευελιξίας. Αυτό θα εξηγούσε την εκλογή του να ορίσει το όργανο ως η «φωνή του Σαξ».

 Κατασκευή

Το σαξόφωνο χρησιμοποιεί ένα επιστόμιο με ένα μόνο καλαμάκι όπως αυτό του κλαρινέτου, αλλά με μια κενή εσωτερική σωλήνα, κυκλική ή τετράγωνη. Το σώμα του σαξόφωνου είναι κωνικό, δίνοντας του ιδιότητες πιο παρόμοιες με αυτές του όμποε παρά του κλαρινέτου. Παρόλα αυτά, σε αντίθεση με το όμποε του οποίου η σωλήνα είναι ένας ενιαίος κώνος, τα περισσότερα σαξόφωνα έχουν μια καμπύλη στην καμπάνα. Μεταξύ των σαξόφωνων σοπράνο και σοπρανίνο, είναι πιο κοινή η ευθεία παρά η καμπύλη γραμμή, και παρόλο που τα σαξόφωνα άλτο και τενόρο υπάρχουν και σε ευθεία γραμμή, είναι πιο σπάνιο να τα βρεις απ’ ότι σε καμπύλη. Υπάρχει ανάμεσα στους μουσικούς μια συζήτηση για την επίδραση της καμπυλότητας στον ήχο. Με ένα απλό δακτυλισμό, το μοντέρνο σαξόφωνο θεωρείται ένα εύκολο όργανο να μάθεις, ιδίως όταν προέρχεται από άλλα ξύλινα πνευστά, όμως ακόμα κι έτσι, χρειάζεται αρκετή δουλειά και πρακτική για την επίτευξη ενός χρωματισμένου ήχου και σωστά κουρδισμένου. Το σαξόφωνο για πολλά χρόνια ήταν θύμα της παρανόησης ότι είναι εύκολο να παιχτεί, γιατί δεν είναι, και είναι πολύ δύσκολο, και αυτό είναι μια λανθασμένη αντίληψη που θα μπορούσε να διορθωθεί με την προσθήκη μιας λέξης: Το σαξόφωνο είναι εύκολο να παιχτεί "λάθος" (Larry Pink).

 Επιστόμια

Τα επιστόμια γίνονται σε μια μεγάλη ποικιλία υλικών, τόσο μεταλλικά όσο και μη μεταλλικά. Τα μη μεταλλικά φτιάχνονται από εβονίτη, πλαστικό ή σκληρό καουτσούκ, ενίοτε ξύλινα και σπάνια από γυαλί. Των μεταλλικών επιστομίων πολλοί περιγράφουν τον ήχο τους ως “λαμπρότερο” από αυτών που δεν είναι μεταλλικά. Ορισμένοι μουσικοί θεωρούν ότι τα πλαστικά δεν παράγουν καλό ήχο. Άλλοι σαξοφωνίστες ισχυρίζονται ότι το υλικό έχει μικρό αντίκτυπο στον ήχο, αν έχει, και ότι είναι οι φυσικές διαστάσεις που δίνουν στο επιστόμιο το ηχόχρωμα του. Η jazz και η δημοφιλής – λαϊκή μουσική που παίζουν οι σαξοφωνίστες, συχνά γίνεται με ανοιχτά επιστόμια. Είναι κατάλληλα ώστε η οροφή του επιστομίου να βρίσκεται πιο κοντά στο στέλεχος δημιουργώντας έτσι ταχύτερη ροή του αέρα. Αυτό παράγει ένα πιο σαφές ήχο, που συντομεύει τις αποστάσεις σε μια μεγάλη μπάντα ή ανάμεσα σε ενισχυμένα όργανα. Αν και το μεγάλο άνοιγμα και ο ήχος που προκύπτει συνήθως συνδέεται με το μεταλλικό επιστόμιο, κάθε επιστόμιο μπορεί να έχει ένα. Με αυτό τον τρόπο επιτρέπεται μεγαλύτερη ευελιξία στο κούρδισμα, επιτρέποντας επιπτώσεις όπως η κάμψη, κοινή σε jazz και rock. Οι κλασικοί καλλιτέχνες τείνουν να επιλέγουν επιστόμια με στενό άνοιγμα και χαμηλή σωλήνα, που παράγουν ήχο πιο σταθερό και σκοτεινό.

 Καλαμάκια

Όπως και τα κλαρινέτα, τα σαξόφωνα χρησιμοποιούν ένα και μοναδικό καλαμάκι, το οποίο όμως γενικά είναι πλατύτερο και μικρότερο από του κλαρινέτου. Η σκληρότητα μετριέται συνήθως (αν και όχι πάντα) χρησιμοποιώντας μια αριθμητική κλίμακα που κυμαίνεται από 1-4. Το 4 είναι το πιο δύσκολο και το 1 το πιο ήπιο. Εξαίρεση αποτελεί το βαρύτονο σαξόφωνο του οποίου ο αριθμός έφτασε το 5.

 Μέλη της οικογένειας του σαξόφωνου

Το σαξόφωνο αρχικά πατενταρίστηκε ως δύο οικογένειες που περιελάμβανε η κάθε μια από επτά όργανα. Η ορχηστρική οικογένεια αποτελείτο από επτά όργανα σε τονισμό ντο και φα, και η οικογένεια της «στρατιωτικής ζώνης» σε μι ύφεση και σι ύφεση. Κάθε οικογένεια αποτελούταν από ένα σοπρανίνο, ένα σοπράνο, ένα άλτο, ένα τενόρο, ένα βαρύτονο, ένα μπάσο και ένα κοντραμπάσο, αν και μερικά από αυτά δεν είχαν ποτέ παραχθεί. Ο Σαξ σχεδίασε επίσης ένα υπό-κοντραμπάσο αλλά ποτέ δεν το πραγματοποίησε.

ΣΑΞΟΦΩΝΟ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ-ΑΠΟΡΩ


ΣΑΞΟΦΩΝΟ Charlie Parker - Summertime (Jazz Instrumental)

ΣΑΞΟΦΩΝΟ Fausto Papetti - Woman in love

ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ

Ακορντεόν Είναι όργανο πνευστό και αποτελείται από ένα φυσητήρα και μια ή δυο σειρές από πλήκτρα.Όταν παίζονται τα πλήκτρα, κινούνται οι δικλείδες, στις οποίες αντιστοιχούν μεταλλικές λεπίδες που καταλήγουν σε ελεύθερες γλωττίδες.Με το πέρασμα του αέρα ανάμεσά τους οι γλωττίδες δονούνται και παράγουν τον ήχο.Το ακορντεόν προήρθε από την αρμόνικα, την οποία μετασχημάτισε το 1822 ο Μπούσμαν σε αρμόνικα χεριού. Το 1827 στην Αυστρία πήρε τη σημερινή του ονομασία, και το 1910 τελειοποιήθηκε με την προσθήκη των χρωματιστών μπάσων. Από τότε έγινε υπολογίσιμο όργανο στη μουσική τέχνη.Το ακορντεόν είναι βασικό όργανο στις αργεντίνικες ορχήστρες που παίζουν ταγκό, και ένας από τους καλύτερους ακορντεονίστες στον κόσμο ήταν ο Πιατσόλα που χάθηκε πρόσφατα (1995).