Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΡΓΑΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΡΓΑΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Η Μελωδία του Ακορντεόν,


Το αδικημένο μουσικό όργανο του μαυρόασπρου Ελληνικού κινηματογράφου,

Το ακκορντεόν, όσο κι αν φαίνεται σύγχρονο όργανο, είναι απόγονος δύο οργάνων της Ανατολής, του κινέζικου σενγκ και του γιαπωνέζικου σο. Στην Ευρώπη πρωτοπαρουσιάστηκε το 1822 από τον Μπούσμαν, στο Βερολίνο, Το 1827 στην Αυστρία πήρε τη σημερινή του ονομασία,την τελική του μορφή την πήρε από τον Ιταλό Νταλλαπέ, το 1850 και το 1910 τελειοποιήθηκε με την προσθήκη των χρωματιστών μπάσων. Από τότε έγινε υπολογίσιμο όργανο στη μουσική τέχνη.
Μουσικό όργανο πνευστό με πλήκτρα και φυσούνα.


Το ακορντεόν έχει κι αυτό τον ίδιο μηχανισμό με το αρμόνιο, με τη διαφορά ότι είναι φορητό. Ο μουσικός γεμίζει με αέρα τη δεξαμενή του οργάνου, ανοιγοκλείνοντας τη φυσούνα, τον οποίο στη συνέχεια διοχετεύει με την πίεση των κατάλληλων πλήκτρων σε δονούμενα ελάσματα, παράγοντας το γλυκό και τόσο γνώριμο ήχο. Στο αριστερό χέρι υπάρχουν κουμπιά για τις αρμονικές βαθμίδες στις διάφορες σκάλες κι έτσι το ακκορντεόν μπορεί να θεωρηθεί ένα αρκετά ολοκληρωμένο μουσικό όργανο.


Eίναι αερόφωνο όργανο και παράγει τον ήχο με λάμες (μεταλλικές γλωσσίδες). Ουσιαστικά πρόκειται για μια μεγάλη φυσαρμόνικα, με την διαφορά ότι ο αέρας δεν προέρχεται από την εκπνοή του εκτελεστή αλλά από μια μεγάλη φυσούνα. Στο δεξί τμήμα του οργάνου υπάρχει πληκτρολόγιο όμοιο με εκείνο του πιάνου σε μικρότερη όμως έκταση δηλαδή φα3-λα5 (λίγο παραπάνω από 3 οκτάβες), ενώ στο αριστερό τμήμα υπάρχουν τα μπάσσα πλήκτρα τα οποία όμως δεν έχουν την μορφή του πληκτρολογίου ενός πιάνου, αλλά των μικρών κουμπιών. Η έκταση των μπάσσων φτάνει στις 5 οκτάβες. Τα ακκορντεόν ξεκινούν με μπάσσα των 36 κουμπιών, 60, 80 και φτάνουν στα 120 κουμπιά.



Υπάρχουν δύο τύποι ακκορντεόν, τα μονά και τα επαναφοράς. Στα μονά, κάθε πλήκτρο μελωδίας του δεξιού χεριού ελέγχει ένα ζευγάρι γλωττίδες κουρντισμένες με διαφορά τόνου μεταξύ τους. Η πίεση του φυσητήρα κάνει τη μια γλωττίδα να ηχήσει, ενώ το τράβηγμα επηρρεάζει την άλλη. Ετσι χρειάζονται μόνο τέσσερα κουμπιά για να καλυφθεί μία οκτάβα από οκτώ νότες. Στο βρετανικό χρωματικό ακκορντεόν μια δεύτερη σειρά κουμπιών παρέχει τα ημιτόνια της κλίμακας, αυξάνοντας έτσι τις μελωδικές δυνατότητες του οργάνου. Επειδή η "πίεση" του φυσητήρα δημιουργεί διαφορετική νότα από το "τράβηγμα", το μονό ακκορντεόν ταιριάζει περισσότερο στην κοφτή, ρυθμική, χορευτική μουσική. Στο ακκορντεόν επαναφοράς, το κάθε ζεύγος γλωττίδων δημιουργεί την ίδια νότα, είτε πιέζουμε είτε τραβούμε τον φυσητήρα και γι' αυτό το αποτέλεσμα είναι απαλότερο και μελωδικότερο.


Και στους δύο τύπους του οργάνου χρησιμοποιούνται επιπλέον σειρές γλωττίδων, για την επέκταση του ηχητικού φάσματος - για αύξηση των οκτάβων ή για μεταβολή του τόνου, αν χρειαστεί. Υπάρχει επίσης ένα κουμπί για τον αριστερό αντίχειρα, που ελευθερώνει τον αέρα έτσι ώστε να ανοίγει ή να κλείνει ο φυσητήρας χωρίς να παράγεται ήχος.

Η μοναδικότητα του οργάνου - με τις συγχορδίες που σχηματίζονται από ένα μόνο κουμπί - είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα ευρύ μουσικό ρεπερτόριο για την εκμάθηση του οργάνου. Αρκετοί συνθέτες άλλωστε, μεταξύ των οποίων ο Τσαϊκόφσκι κι ο Προκόφιεφ, έχουν γράψει έργα για το όργανο αυτό


Ο οργανοπαίκτης με το δεξί χέρι του παίζει τη μελωδία και με το αριστερό χέρι τη συνοδεία καθώς ανοιγοκλείνει τη φυσούνα. Το ρεύμα του αέρα που δημιουργεί το ανοιγόκλειμα της φυσούνας δονεί τα μεταλλικά ελάσματα που αντιστοιχούν στις νότες.
Όταν παίζονται τα πλήκτρα, κινούνται οι δικλείδες, στις οποίες αντιστοιχούν μεταλλικές λεπίδες που καταλήγουν σε ελεύθερες γλωττίδες.
Με το πέρασμα του αέρα ανάμεσά τους οι γλωττίδες δονούνται και παράγουν τον ήχο.
Το ακορντεόν είναι βασικό όργανο στις αργεντίνικες ορχήστρες που παίζουν ταγκό, και ένας από τους καλύτερους ακορντεονίστες στον κόσμο ήταν ο Πιατσόλα που χάθηκε πρόσφατα (1995).
Στην Ελλάδα το ακορντεόν συνοδεύει κυρίως λαϊκές και ρεμπέτικες ορχήστρες. Ένας βιρτουόζος του ακορντεόν είναι ο Λάζαρος Κουλαξίζης.


Τι ακορντεόν να αγοράσω,

Στο εμπόριο υπάρχουν διαφόρων τύπου και ποιότητας ακκορντεόν, με κύρια χαρακτηριστικά τον αριθμό των μπάσσων (των μικρών μαύρων κουμπιών που έχουν στην αριστερή πλευρά). Ο σπουδαστής που ξεκινά για πρώτη φορά τα μαθήματα είναι προτιμότερο να αγοράσει ακκορντεόν με λίγα μπάσσα (36) ώστε να έχει και μικρότερο βάρος.

Τι ρεπερτόριο θα διδαχθώ,

Το ακορντεόν υποστηρίζει ένα πλήθος ρεπερτορίου που ξεκινά από κομμάτια κλασσικής μουσικής, μέχρι valse, tango, jazz, ποπ, ροκ, αλλά και ρεμπέτικα, λαϊκά ελαφρολαϊκά και πολλά άλλα.




 

Τρίτη 19 Απριλίου 2011

ΣΑΞΟΦΩΝΟ

Το σαξόφωνο είναι πνευστό χάλκινο μουσικό όργανο, αλλά ανήκει στην οικογένεια των ξύλινων πνευστών γιατί ο ήχος του παράγεται από καλάμι. Έχει στόμιο με γλωττίδα, κωνικό σωλήνα και μηχανισμό κλειδιών. Το πρώτο σαξόφωνο το κατασκεύασε από ξύλο ο ωρολογοποιός Ντεφοντενέλ (Defantenel) στο Λιζιέ. Ο πραγματικός δημιουργός, που έδωσε και το όνομά του στο όργανο, είναι ο Βέλγος Αδόλφος Σαξ (Adolphe Sax). Υπάρχουν επτά είδη σαξοφώνου: σοπρανίνο, σοπράνο, άλτο, τενόρο, βαρύτονο, μπάσο και κόντρα μπάσο. Το σαξόφωνο άργησε να επιβληθεί στην κλασική ορχήστρα αν και το είχαν χρησιμοποιήσει, μετυαξύ άλλων, ο Ζορζ Μπιζέ στην Αρλεζιάνα και ο Ζιλ Μασνέ στο Βέρθερο. Χρησιμοποιείται ακόμη σε στρατιωτικές μπάντες και σε ορχήστρες τζαζ, αλλά και σε άλλα είδη όπως η ρέγκε και η σκα.

Πίνακας περιεχομένων

[Εμφάνιση]

 Ιστορία

Το σαξόφωνο δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1840 από τον Αδόλφο Σαξ, ο οποίος ήταν κλαρινετίστας. Είναι άγνωστη η προέλευση της έμπνευσης του Αδόλφου για τη δημιουργία του σαξόφωνου, όμως υπάρχει μια σαφής βεβαιότητα ότι κάποια σημεία του ανταποκρίνονται σε αντίστοιχα σημεία του κλαρίνου και του όμποε. Το επιστόμιο είναι σαν αυτό του κλαρίνου και τα κλειδιά όπως αυτά του όμποε. Ο Σαξ εργάστηκε για πολλά χρόνια στο εργαστήριο του πατέρα του και έφτιαξε 2 κλαρινέτα. Η Ουγγρική/Ρουμάνικη Tarogato η οποία είναι αρκετά παρόμοια με το σοπράνο σαξόφωνο έχει επίσης αναφερθεί ως πιθανή πηγή έμπνευσης. Ωστόσο δεν μπορεί να είναι έτσι γιατί η μοντέρνα Tarogato που έχει στόμιο από καλάμι δεν αναπτύχθηκε μέχρι το 1890, πολύ καιρό μετά την εφεύρεση του σαξόφωνου. Η πιο αληθοφανής εξήγηση, είναι ότι πράγματι ο Σαξ προσπάθησε να δημιουργήσει ένα εντελώς καινούργιο μουσικό όργανο που να ταιριάζει τόσο τονικά όσο και στην τεχνική με την ιδέα που είχε στο μυαλό του, και να έχει ένα νέο επίπεδο ευελιξίας. Αυτό θα εξηγούσε την εκλογή του να ορίσει το όργανο ως η «φωνή του Σαξ».

 Κατασκευή

Το σαξόφωνο χρησιμοποιεί ένα επιστόμιο με ένα μόνο καλαμάκι όπως αυτό του κλαρινέτου, αλλά με μια κενή εσωτερική σωλήνα, κυκλική ή τετράγωνη. Το σώμα του σαξόφωνου είναι κωνικό, δίνοντας του ιδιότητες πιο παρόμοιες με αυτές του όμποε παρά του κλαρινέτου. Παρόλα αυτά, σε αντίθεση με το όμποε του οποίου η σωλήνα είναι ένας ενιαίος κώνος, τα περισσότερα σαξόφωνα έχουν μια καμπύλη στην καμπάνα. Μεταξύ των σαξόφωνων σοπράνο και σοπρανίνο, είναι πιο κοινή η ευθεία παρά η καμπύλη γραμμή, και παρόλο που τα σαξόφωνα άλτο και τενόρο υπάρχουν και σε ευθεία γραμμή, είναι πιο σπάνιο να τα βρεις απ’ ότι σε καμπύλη. Υπάρχει ανάμεσα στους μουσικούς μια συζήτηση για την επίδραση της καμπυλότητας στον ήχο. Με ένα απλό δακτυλισμό, το μοντέρνο σαξόφωνο θεωρείται ένα εύκολο όργανο να μάθεις, ιδίως όταν προέρχεται από άλλα ξύλινα πνευστά, όμως ακόμα κι έτσι, χρειάζεται αρκετή δουλειά και πρακτική για την επίτευξη ενός χρωματισμένου ήχου και σωστά κουρδισμένου. Το σαξόφωνο για πολλά χρόνια ήταν θύμα της παρανόησης ότι είναι εύκολο να παιχτεί, γιατί δεν είναι, και είναι πολύ δύσκολο, και αυτό είναι μια λανθασμένη αντίληψη που θα μπορούσε να διορθωθεί με την προσθήκη μιας λέξης: Το σαξόφωνο είναι εύκολο να παιχτεί "λάθος" (Larry Pink).

 Επιστόμια

Τα επιστόμια γίνονται σε μια μεγάλη ποικιλία υλικών, τόσο μεταλλικά όσο και μη μεταλλικά. Τα μη μεταλλικά φτιάχνονται από εβονίτη, πλαστικό ή σκληρό καουτσούκ, ενίοτε ξύλινα και σπάνια από γυαλί. Των μεταλλικών επιστομίων πολλοί περιγράφουν τον ήχο τους ως “λαμπρότερο” από αυτών που δεν είναι μεταλλικά. Ορισμένοι μουσικοί θεωρούν ότι τα πλαστικά δεν παράγουν καλό ήχο. Άλλοι σαξοφωνίστες ισχυρίζονται ότι το υλικό έχει μικρό αντίκτυπο στον ήχο, αν έχει, και ότι είναι οι φυσικές διαστάσεις που δίνουν στο επιστόμιο το ηχόχρωμα του. Η jazz και η δημοφιλής – λαϊκή μουσική που παίζουν οι σαξοφωνίστες, συχνά γίνεται με ανοιχτά επιστόμια. Είναι κατάλληλα ώστε η οροφή του επιστομίου να βρίσκεται πιο κοντά στο στέλεχος δημιουργώντας έτσι ταχύτερη ροή του αέρα. Αυτό παράγει ένα πιο σαφές ήχο, που συντομεύει τις αποστάσεις σε μια μεγάλη μπάντα ή ανάμεσα σε ενισχυμένα όργανα. Αν και το μεγάλο άνοιγμα και ο ήχος που προκύπτει συνήθως συνδέεται με το μεταλλικό επιστόμιο, κάθε επιστόμιο μπορεί να έχει ένα. Με αυτό τον τρόπο επιτρέπεται μεγαλύτερη ευελιξία στο κούρδισμα, επιτρέποντας επιπτώσεις όπως η κάμψη, κοινή σε jazz και rock. Οι κλασικοί καλλιτέχνες τείνουν να επιλέγουν επιστόμια με στενό άνοιγμα και χαμηλή σωλήνα, που παράγουν ήχο πιο σταθερό και σκοτεινό.

 Καλαμάκια

Όπως και τα κλαρινέτα, τα σαξόφωνα χρησιμοποιούν ένα και μοναδικό καλαμάκι, το οποίο όμως γενικά είναι πλατύτερο και μικρότερο από του κλαρινέτου. Η σκληρότητα μετριέται συνήθως (αν και όχι πάντα) χρησιμοποιώντας μια αριθμητική κλίμακα που κυμαίνεται από 1-4. Το 4 είναι το πιο δύσκολο και το 1 το πιο ήπιο. Εξαίρεση αποτελεί το βαρύτονο σαξόφωνο του οποίου ο αριθμός έφτασε το 5.

 Μέλη της οικογένειας του σαξόφωνου

Το σαξόφωνο αρχικά πατενταρίστηκε ως δύο οικογένειες που περιελάμβανε η κάθε μια από επτά όργανα. Η ορχηστρική οικογένεια αποτελείτο από επτά όργανα σε τονισμό ντο και φα, και η οικογένεια της «στρατιωτικής ζώνης» σε μι ύφεση και σι ύφεση. Κάθε οικογένεια αποτελούταν από ένα σοπρανίνο, ένα σοπράνο, ένα άλτο, ένα τενόρο, ένα βαρύτονο, ένα μπάσο και ένα κοντραμπάσο, αν και μερικά από αυτά δεν είχαν ποτέ παραχθεί. Ο Σαξ σχεδίασε επίσης ένα υπό-κοντραμπάσο αλλά ποτέ δεν το πραγματοποίησε.

ΑΡΠΑ

ΑΡΠΑ Μουσικό όργανο με χορδές που κρούονται. Η άρπα σε σχήμα σχεδόν τριγωνικό απαρτίζεται από διάφορα στοιχεία. Το επίμηκες ηχείο της ενώνεται λοξά προς τα κάτω με τον κατακόρυφο κιονίσκο και προς τα επάνω με τον χορδοστάτη απ’ όπου ξεκινούν, τεντωμένες κάθετα, πολλές ανισομήκεις χορδές, που καταλήγουν και στερεώνονται στο ηχείο, έναν ειδικό μηχανισμό που είναι τοποθετημένος στον χορδοστάτη και λειτουργεί με την κίνηση των ποδοπλήκτρων, και με αυτό τον τρόπο επιτρέπει την τονική αλλοίωση του ήχου των χορδών.
Ιστορία. Η άρπα, όργανο με αρχαιότατη προέλευση, έφτασε στην Ευρώπη από την Ανατολή, όπου ήταν ευρύτατα γνωστή? οι πρώτες μαρτυρίες ανάγονται στην εποχή του αρχαίου βασιλείου της Αιγύπτου και οι σχετικές παραστάσεις δείχνουν μερικές χορδές τεντωμένες ανάμεσα στα άκρα ενός τόξου. Αργότερα, την εποχή του Μέσου και Νέου Βασιλείου, η άρπα παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία σχημάτων, ενώ αρχίζει να τονίζεται ιδιαίτερα το διακοσμητικό στοιχείο. Η αιγυπτιακή άρπα ήταν συνήθως μεγάλου σχήματος και παιζόταν καθιστά (σπάνιες είναι στην Αίγυπτο οι περιπτώσεις φορητής άρπας). Αντίθετα, στη Συρία ήταν μικρότερων διαστάσεων, πάντα φορητή και παιζόταν περπατητά. Η τελευταία άλλαξε σχήμα και από τοξοειδής έγινε γωνιώδης. Στην Ευρώπη πρωτοεμφανίζεται στις βόρειες χώρες (συγκεκριμένα στην Ιρλανδία και τη Σκοτία) ανάμεσα στον 8o και 9o αι. μ.Χ. Προέρχεται από την αιγυπτιακή και έχει τις ίδιες διαστάσεις, καθώς και το ίδιο επίμηκες σχήμα του ηχείου. Αρχικά –είτε τοξοειδής είτε γωνιώδης– η άρπα ήταν πάντα ανοιχτή από το ένα μέρος. Αντίθετα στην Ευρώπη με την εισαγωγή του κιονίσκου, στοιχείου διακοσμητικού και πρακτικού ταυτόχρονα, αλλάζει οριστικά σχήμα και γίνεται τριγωνική. Η άρπα διαδόθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη και υιοθετήθηκε από τους περιπλανώμενους τραγουδιστές? χάρη στην κομψότητά της έγινε αντικείμενο ξεχωριστής φροντίδας, ιδιαίτερα των Γάλλων και Βαυαρών κατασκευαστών, ενώ οι κυρίες της αριστοκρατίας την προτιμούσαν για την ποιότητα του ήχου της ως στόλισμα των σαλονιών τους.
Το ενδιαφέρον των μουσικών για το όργανο αυτό αυξήθηκε παράλληλα με την τεχνική τελειοποίησή του. Υπήρχαν άρπες διπλές, με 58 χορδές, τοποθετημένες σε δύο σειρές, καθώς και άρπες χρωματικές με δίχρωμες χορδές: άσπρες για τους διατονικούς φθόγγους και μπλε για τους χρωματικούς. Υπήρχε ακόμα άρπα με σύστημα χορδών που άλλαζε διατονικό ύψος με ειδικά μικρά άγκιστρα που τα χειριζόταν o εκτελεστής, καθώς και ά. με ποδόπληκτρα που επέτρεπαν την αυξομείωση στο τέντωμα των χορδών, πετυχαίνοντας έτσι μηχανικά μια πλήρη χρωματική κλίμακα. Τέλος, υπάρχει η σύγχρονη άρπα με ποδόπληκτρα και από τις δύο πλευρές, που κατασκευάστηκε το 1828 από τον Σεβαστιανό Εράρ και καθιερώθηκε πια ως όργανο ορχήστρας και συναυλιών.
Η άρπα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως όργανο ορχήστρας το 1607 από τον Μοντεβέρντι στην όπερά του Ορφεύς. Την εποχή εκείνη υπήρχαν ήδη στην Ιταλία εξαίρετοι εκτελεστές του οργάνου αυτού. Χρησιμοποιήθηκε επίσης στα μελοδράματα των Χέντελ, Γκλουκ, Ροσίνι και Βέρντι ιδιαίτερα ως όργανο συνοδείας των μονωδικών μερών. Στα μελοδράματα μάλιστα Ορφεύς και Ευρυδίκη του Γκλουκ και Αΐντα του Βέρντι, η άρπα. γίνεται ένα όργανο συνοδείας που ταιριάζει απόλυτα στο σκηνικό περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται ο μύθος των έργων αυτών.
Με τους μεταγενέστερους μουσικούς, όπως o Μπερλιόζ, o Λιστ, o Βάγκνερ, o Στράους, ο Ντεμπισί και ο Ραβέλ, η άρπα απέκτησε μια ιδιαίτερη εκφραστική αξία τόσο στον τομέα της συμφωνικής μουσικής όσο και στον τομέα της μουσικής δωματίου.

ΑΡΠΑ

Η άρπα είναι αρχαίο μουσικό έγχορδο όργανο, το οποίο έχει ιστορία περίπου 5.000 ετών και η χρήση του οποίου συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Η σύγχρονη τεχνική απαιτεί να παίζεται με τα δάκτυλα (και όχι με τις άκρες των δακτύλων) και των δύο χεριών.
Ο σκελετός του οργάνου αυτού αποτελεί τρίγωνο του οποίου η κατακόρυφη πλευρά χρησιμεύει για να στηρίζει τις δύο άλλες, επί των οποίων βρίσκονται τεντωμένες 46 χορδές τονισμένες σε «ντο ύφεση». Η άρπα είναι από τα αρχαιότερα μουσικά όργανα, και εμφανίζεται με χορδές που στηρίζονταν σε ελλειψοειδή σκελετό, ελεύθερο από τη μια πλευρά. Ο τύπος αυτός διατηρείται ακόμη και σήμερα σε περιοχές της Ασίας και της Αφρικής.
Εντούτοις, σε ανασκαφές που έγιναν στην Χαλδαία κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα ήλθε στο φως από τάφο της Ουρ (3η χιλιετηρίδα π.Χ.) άρπα ξύλινη με σκελετό γωνιώδη. Αλλά και στην Αίγυπτο, στον τάφο του Ραμσή του Γ΄ (1160 π.Χ.) η άρπα φαίνεται να διατηρεί το παλαιό ελλειψοειδές σχήμα της, αν και έχει το ύψος του ανθρώπου, στηριζόμενη στο έδαφος.
Για την αρχαία Ελλάδα, η άρπα παραμένει πιθανώς άγνωστο όργανο, εμφανιζόμενο στην Ευρώπη περί τον 8ο αιώνα μ.Χ., κυρίως από τους Ιρλανδούς, αν και φαίνεται πως το γνώριζαν και οι Αγγλοσάξωνες. Το όργανο εκείνο ήταν φορητό με 10-12 χορδές και στηριζόταν στα γόνατα του οργανοπαίκτη, που έκρουε τις χορδές του και με τα δύο χέρια. Έπαιξε δε σημαντικό πολιτιστικό ρόλο στον Κελτικό πολιτισμό, καθώς κάθε κλαν Κελτών είχε το βάρδο του, που αναλάμβανε να διασκεδάζει τους υπολοιπους με την άρπα του. Η άρπα εικονίζεται σήμερα στο εθνόσημο της Ιρλανδίας, καθώς και στο ιρλανδικό νόμισμα του Ευρώ. Από τον 13ο αιώνα άρχισε το όργανο αυτό να δέχεται μεταβολές σε ενιαία εξέλιξη. Έτσι, το 1618 η άρπα αποτελούσε ενιαίο τύπο οργάνου σε όλη την Ευρώπη. Είχε 43 χορδές μεταλλικές, αν και στην ηπειρωτική Ευρώπη χρησιμοποιούσαν ζωικές χορδές.
Κατά τον Μεσαίωνα η άρπα ήταν το κατεξοχήν αγαπημένο όργανο Βασιλέων και ευγενών. Ήταν όμως ακόμη μικροτέρων διαστάσεων από τις σύγχρονες, και κρεμόταν με δερμάτινη ταινία από το λαιμό του οργανοπαίκτη. Ιδιαίτερη μεγάλη βοήθεια στην εξέλιξη της άρπας πρόσφερε ο Ιταλός Οράτιος Μίκης, στις αρχές του 17ου αιώνα, που γιαυτό το λόγο έλαβε το προσωνύμιο «Νταλ Άρπα». Από τότε, εκτός της προσθήκης μερικών ακόμη χορδών και αύξησης του μεγέθους της, καμία άλλη μεταβολή δεν υπέστη το όργανο αυτό μέχρι το τέλος του ίδιου αιώνα, οπότε επινοήθηκε σύστημα ανύψωσης του τόνου όλων των χορδών, που εφαρμόσθηκε από τον Βαυαρό Χανσμπρούγκερ και που τροποποιήθηκε περί το 1800 από τον Σεβαστιανό Εράρ, το οποίο και διατηρείται μέχρι σήμερα. Τις κινήσεις ρυθμίζουν 7 πετάλια (πεντάλ), εκ των οποίων τα τρία χειρίζονται από το αριστερό πόδι και τα άλλα τέσσερα από το δεξιό. Τέλος, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, κατασκευάστηκε και η ηλεκτρική άρπα.
Παλιότερα η άρπα δεν θεωρούνταν μουσικό όργανο ορχήστρας. Τόσο ο Μπαχ και ο Μότσαρτ, όσο και ο Μπετόβεν την είχαν αγνοήσει. Εκείνος που την εισήγαγε όμως είναι ο Βάγκνερ και την διατήρησαν οι τελευταίοι ρομαντικοί συνθέτες (Μπερλιόζ, Στράους), από τους οποίους την παρέλαβαν και οι λεγόμενοι εξπρεσιονιστές (Ραβέλ, Ντεμπουσσύ, κ.λπ) καθώς επίσης και οι Ρώσοι (Κορσακώφ, Στραβίνσκυ κ.ά.)
Τα λεγόμενα, στη μουσική τέχνη, «γκλισάντι» της άρπας, θεωρούνται αναντικατάστατα.

ΜΑΝΤΟΛΙΝΟ

Η ιστορία του μαντολίνου

Το Μαντολίνο είναι μικρό έγχορδο μουσικό όργανο και προέρχεται απο την Μάντορα ή Μάντολα, όργανο συγγενικό με το Λαούτο.
Ο όρος Μαντολίνο πρωτοεμφανίστηκε στην Ιταλία γύρω στα 1600, για να χαρακτηρίσει μια μικρή Μαντόρα.
Στις αρχές του 17ου αιώνα το Μαντολίνο διαδόθηκε σε όλη την Ιταλία και από εκεί, σχεδόν ραγδαία, εξαπλώθηκε η χρήση του σε όλον το κόσμο, καθώς πέρασε στην υπόλοιπη Ευρώπη, στην Αμερική, στη Ρωσία και την Ιαπωνία, ακόμα στα Μικρασιάτικα παράλια και στην Ελλάδα
Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα κατασκευαζόταν με ποικίλες μορφές σε πολλές πόλεις της Ιταλίας. Το πιο αντιπροσωπευτικό Μαντολίνο είναι το Ναπολιτάνικο. Το σχήμα καθώς και οι διαστάσεις του οργάνου οφείλονται σε ένα μεγάλο βαθμό στον κορφαίο κατασκευαστή Πασκουάλε Βίνσια (1806-1882).
Το μαντολίνο είχε αρχικά εντέρινες χορδές και νύσονταν με τα δάχτυλα. Μετά το 1730 διάφορες μεταβολές του έδωσαν την τελική του μορφή. Έτσι, οι εντέρινες χορδές αντικαταστήθηκαν με 4 ζεύγη χαλύβδινων χορδών που κουρδίζονται με μεταλλικές κεφαλές - κλειδιά. Το ηχείο του είναι αχλαδόσχημο και βαθύ, ο βραχίονάς του φέρει 17 τάστα και είναι ελαφρά υπερυψωμένος.
Το Μαντολίνο του Μιλάνου (18ος αιώνας) ήταν ένα μικρό όργανο, παρόμοιο με το Λαούτο, με 5 ή 6 ζεύγη χορδών , και ήταν ουσιαστικά μια παραλλαγή της μεσαινωνικής Μαντόλας.

Αργότερα, κατασκευάσθηκαν στη Γαλλία και την Πορτογαλία Μαντολίνα με επίπεδη πλάτη, ενώ το 19ο αιώνα, ο Αμερικάνος κατασκευαστής Όρβιλ Γκίμπσον ήταν αυτός που έφτιαξε Μαντολίνα με κυρτό καπάκι και επίπεδη ράχη.
Το 20ο αιώνα, για τις ανάγκες της ορχήστρας κατασκευάσθηκαν Μαντολίνα σε διάφορα μεγέθη, απο κοντράλτο μέχρι και κοντραμπάσο, κι έτσι, στην οικογένεια του Μαντολίνου, που πλέον έγινε δημοφιλές, θα ενταχτούν η Μαντόλα άλτο (ντο, σολ, ρε, λα) και τενόρο (σολ, ρε, λα, μι), το Μαντοτσέλο μπάσο (ντο, σολ, ρε, λα, μια οκτάβα χαμηλότερα από το άλτο), το Μαντολόνε (φα, σολ, λα, ρε, σολ, σι, μι, λα) και το Μαντομπάσο (ντο, σολ, ρε, λα, κοντραμπάσο).
Η πρώτη σύνθεση που γράφτηκε για Μαντολίνο, χρονολογείται γύρω στο 1650. Γνωστά έργα για Μαντολίνο είναι ένα κονσέρτο του Βιβάλντι και μια σερενάτα του Μότσαρτ, που περιλαμβάνεται στην όπερα Ντον Τζοβάνι. Μεγάλοι συνθέτες όπως ο Χέντελ, ο Βέρντι, ο Μάλερ, ο Σένμπερκ κ.α. χρησιμοποίησαν το Μαντολίνο σε μεγάλα έργα τους.
Έτσι , εμφανίστηκαν με τον καιρό διάφορα είδη ορχηστρών όπου συμμετέχει και το Μαντολίνο. Μια τέτοια ορχήστρα είναι και η Μαντολινάτα , είδος πολυπρόσωπης ορχήστρας που αποτελείται απο Μαντολίνα, Κιθάρες, Μαντόλες και Μαντοτσέλα. Σήμερα υπάρχουν πολλές μεγάλες και αξιόλογες Μαντολινάτες, καθώς και πλούσιο ρεπερτόριο έργων για το σύνολο αυτό. Ένα άλλο είδος ορχήστρας στην οποία συναντάμε το Μαντολίνο είναι οι Αμερικάνικες μπουλγκράς ορχήστρες. Ωστόσο, βρίσκουμε το Μαντολίνο και σε παραδοσιακές και λαϊκές ορχήστρες σε όλο τον κόσμο. Το ρεπερτόριο του οργάνου καλύπτει πολλές περιοχές μουσικής έκφρασης, όπως λαϊκά τραγούδια και καντάδες, αλλά και έργα πρωτότυπα ή διασκευασμένα από τη φιλολογία της Ευρωπαϊκής μουσικής. Πολύ συχνά, επίσης, η Μαντολινάτα πλαισιώνεται με χορωδία, οπότε αναλαμβάνει το ρόλο της ορχηστρικής συνοδείας των τραγουδιών της.
Στον ελλαδικό χώρο το Μαντολίνο έχει εξέχουσα θέση κι έχουμε μια αξιοπρόσεκτη παράδοση ορχηστρών Μαντολινάτας. Η Αθηναϊκή και η Επτανησική Μαντολινάτα ήταν από τις πιο φημισμένες ορχήστρες του είδους αυτού. Ακόμη, συναντάμε το Μαντολίνο σε ρεμπέτικες ορχήστρες στη Σμύρνη, αλλά και σε παραδοσιακές ορχήστρες, όπως στην Κρήτη, όπου το Μαντολίνο υπήρξε από τα προσφορότερα όργανα για την πραγματοποίηση εφικτών μουσικών στόχων. Είναι σημαντικός βοηθός της λύρας και πιστός φίλος του Κρητικού οργανοπαίχτη, ο οποίος με το Μαντολίνο του εκφ! ράζει τα συναισθήματά του. Έτσι θα δούμε μεγάλες παρέες που με ένα μόνο Μαντολίνο τραγουδούν μαντινάδες και άλλα τραγούδια του τόπου μας. Μια χαρακτηριστική μαντινάδα της Κρήτης λέει:
"Να τον διαλέξεις κοπελιά τον άντρα που θα φέρεις
να'ναι λεβέντης, μερακλής, μα προπάντος μαντολινιέρης...".

ΜΑΝΤΟΛΙΝΟ ΚΡΗΤΙΚΟ

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

ΚΛΑΡΙΝΟ

Το κλαρίνο, το γνωστό σ’ όλους λαϊκό μουσικό όργανο, εμφανίζεται στην Ελλάδα γύρω στα 1835. Στην δυτική Ευρώπη είναι γνωστό ως κλαρινέτο (ή ευθύαυλος) και είναι πνευστό μουσικό όργανο που στη σημερινή του μορφή εμφανίστηκε το 19ο αιώνα ως εξέλιξη ενός παλαιότερου λαϊκού οργάνου που λεγόταν chalumeau (που σημαίνει "κάλαμος") ή zambogne. Βασικό σταθμό αποτελεί η προσθήκη από το Γερμανό Γιόχαν Κρίστοφ Ντέννερ του κλειδιού δίπλα στην πίσω οπή του οργάνου (στα Ελληνικά λέγεται και "ψυχή").
Κατέχει σήμερα βασική θέση στη συμφωνική ορχήστρα, και ανήκει στην κατηγορία των ξύλινων πνευστών. Πολύ σύνηθες είναι το κλαρινέτο και ως μέλος ορχηστρών της τζαζ.
Στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές χώρες των Βαλκανίων, αποτελεί ένα από τα βασικά όργανα της παραδοσιακής μουσικής. Δεν είναι απολύτως σίγουρο το πώς το κλαρίνο διαδόθηκε στην Ελλάδα, αντικαθιστώντας άλλα παλαιότερα όργανα όπως η φλογέρα και ο ζουρνάς.
Το πιθανότερο είναι ότι προήλθε από τη διαδικασία εκσυγχρονισμού των μουσικών του τουρκικού στρατού στις αρχές του 19ου αιώνα, οι οποίοι μεταξύ άλλων υιοθέτησαν και το κλαρίνο. Κατά μια απλούστερη εκδοχή, το κλαρίνο πέρασε στους Έλληνες από τους Τούρκους ή τουρκόγυφτους περιοδεύοντες μουσικούς, οι οποίοι το έφεραν από την Ευρώπη τον καιρό της τουρκοκρατίας. Είναι πασίγνωστο το ειδικό βάρος που έχει το κλαρίνο στη Ελληνική δημοτική μουσική.
Πρωτοεμφανίζεται στη βόρεια Ελλάδα, την Ήπειρο και τη δυτική Μακεδονία και διαδόθηκε σε όλες τις γωνιές της χώρας, ιδιαίτερα δε στην Πελοπόννησο, στη Στερεά, στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία, χωρίς να λείπει και από την υπόλοιπη επικράτεια. Μαζί, αρχικά με το βιολί και το λαούτο και αργότερα και με το σαντούρι, αποτελούν την κομπανία, το κατεξοχήν λαϊκό μουσικό σχήμα πού αντικαθιστά σιγά-σιγά την πατροπαράδοτη ζύγια νταούλι-ζουρνά. 
Το κλαρίνο διαδόθηκε εύκολα, λόγω της απόδοσής του και ίσως λόγω και της επιρροής του ως ένα μοντέρνο όργανο κατ' ευθείαν από τις συμφωνικές ορχήστρες της Δύσης.
Σίγουρα όμως το κλαρίνο επικράτησε κυρίως λόγω των μεγάλων του μουσικών ικανοτήτων και του τόσο ταιριαστού στην Ελληνική μουσική ήχου του, που οι Έλληνες αγάπησαν αμέσως. Η έκτασή το διαχωρίζει σαφώς από τα απλούστερα παρόμοια όργανα, όπως η φλογέρα και το σουραύλι, που έχουν σαφώς μικρότερες δυνατότητες. Η "άλωση" της δημοτικής μουσικής από το κλαρίνο ήταν τόσο καθολική, που σήμερα για τους περισσότερους Έλληνες είναι αδιανόητη η αποσύνδεσή της από αυτό.
Οι Έλληνες οργανοπαίκτες εξέλιξαν την τεχνική του παιξίματος του οργάνου. Η εξέλιξη αυτή ήταν σταδιακή και έχει σήμερα κλείσει έναν πολύ μεγάλο κύκλο, καταλήγοντας σε έναν χαρακτηριστικό και εύκολα αναγνωρίσιμο ήχο, σε ότι αφορά την παραδοσιακή μουσική μας. Η καταγεγραμμένη από τις αρχές του αιώνα δεξιοτεχνία στο παίξιμο του κλαρίνου μαρτυρούν αυτήν την εξέλιξη, ενώ η διάδοσή του είναι ακόμα εξαιρετικά μεγάλη, ακόμα και εκτός της παραδοσιακής Ελληνικής μουσικής.
Το κλαρίνο αποτελεί τον τελευταίο μεγάλο σταθμό στην πορεία της οργανικής μουσικής στα νεοελληνικά αερόφωνα.
Έχει επίμηκες σωληνωτό σχήμα, ενώ στο σώμα του διακρίνονται έξι βασικές οπές μπροστά και μία οπή στην πίσω πλευρά, μοιάζοντας οπτικά με φλογέρα και άλλα αντίστοιχα πνευστά μουσικά όργανα. Επιπλέον όμως, το κλαρινέτο έχει και μια σειρά από μεταλλικά κλειδιά που καλύπτουν ή αποκαλύπτουν άλλες οπές στο σώμα του. Ο ήχος του κλαρινέτου προέρχεται από το παλλόμενο επιγλωσσίδιο που βρίσκεται τοποθετημένο στο επιστόμιο στην κορυφή του οργάνου, και στο οποίο στερεώνεται μέσω του σφιγκτήρα. Πρωταρχικό ρόλο στην τεχνική του κλαρίνου  παίζει το φύσημα. Με την ανάλογη πίεση στο καλάμι του επιστόμιου του οργάνου ανεβαίνει ή κατεβαίνει το τονικό ύψος κάθε φθόγγου, ενώ το «γλίστρημα» των φθόγγων (κλισάντο) μπορεί να γίνει και με το φύσημα και με τα δάκτυλα.
Τα κλαρίνα πού χρησιμοποιούν σήμερα οι λαϊκοί οργανοπαίκτες είναι συνήθως σε σιμπεμόλ (= σι ύφεση) ή λα κυρίως. Στη Θράκη παίζουν με σολ. Παλιότερα όμως έπαιζαν κλαρίνα με ντο λόγω της έντασης και της οξύτητας του ήχου που έχουν (δυνατά και πρίμα). Την ονομασία αυτή την παίρνουν από την οξύτητα του ήχου (δηλ. ποια νότα ακούμε) όταν στο κλαρίνο παίζουμε το ντο.
Το κλαρίνο αναγνωρίζεται ως εθνικό όργανο, και στα χέρια άξιων μουσικών γίνεται το κατεξοχήν εκφραστικό μουσικό όργανο στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Με το κλαρίνο η δημοτική μελωδία ζει μια νέα λαμπερή περίοδο στον τομέα της οργανικής μουσικής. Γιατί ό,τι κυρίως χαρακτηρίζει το δημοτικό τραγούδι στα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια, δεν είναι ή δημιουργία νέων μελωδιών, αλλά ή επεξεργασία των παλιών. Και στον τομέα αυτόν ο ρόλος του κλαρίνου στάθηκε αποφασιστικός.
 Το κλαρίνο αποτελεί έναν από τους αντιπροσωπευτικούς συντελεστές και μαζί φορείς του πνεύματος πού χαρακτηρίζει το δημοτικό τραγούδι στα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια.

 Πηγές :
  • Εγκυκλοπαίδεια λαϊκών μουσικών οργάνων Φοίβου Ανωγειανάκη.
  • Βαγγελάκης Απόστολος, Η τεχνική του παραδοσιακού κλαρίνου, εκδ. Fagotto, Αθήνα 2006, σελ. 98.
  • Μαζαράκη Δέσποινα, Το λαϊκό κλαρίνο στην Ελλάδα: Με είκοσι μουσικά παραδείγματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1985, σελ. 152.

ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ

Πολλά λέγονται για το μπουζούκι έτσι και εγώ ψάχνοντας και αντλώντας πληροφορίες από διάφορα άρθρα σας παρουσιάζω εδώ σήμερα την ιστορία του μπουζουκιού...
Μπουζούκι Από την Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
“Το Μπουζούκι είναι λαουτοειδές έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο, με αχλαδόσχημο ηχείο (σκάφος) από επιμήκεις ξύλινες λουρίδες και μακρύ βραχίονα με κλειδιά στην άκρη για το χόρδισμα (κούρδισμα). Κατά μήκος του βραχίονα υπάρχουν λεπτά μεταλικά ελάσματα, κάθετα προς την κατεύθυνση του βραχίονα, που σφηνώνονται σε μία λεπτή σχισμή και λέγονται τάστα. Τα διαστήματα ανάμεσα στα τάστα, οριοθετούν την απόσταση του ημιτονίου.

Τεχνικά χαρακτηριστικά Το Μπουζούκι, είναι χορδόφωνο, νυκτό όργανο.
Αποτελείται από ημισφαιρικο αχλαδόσχημο ηχείο και μανίκι διπλάσιου μήκους, και συνολικά έχει μήκος από 70 εκ. έως 1 μέτρο. Το μανίκι φέρει σταθερά τάστα με βήμα ημιτονίου, και κλειδιά τύπου Τ.
Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλικών χορδών κουρδισμένες σε τόνους ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, ενώ αργότερα απέκτησε τέταρτο ζεύγος και κούρδισμα ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ [πάλι ανά ζεύγος]. Παλιότερα, στην ανατολία, τα κουρδίσματα άλλαζαν ανάλογα με τον μουσικο δρόμο [μακαμ] της εκτελούμενης μελωδίας. Οι τρόποι αυτοι διατηρήθηκαν έως τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν σταδιακά, οριστικά δε με την μετατροπή σε 8χορδο. [Χαρακτηριστική αναφορά σε νοσταλγικο τραγούδι του Μ. Βαμβακάρη: "Να άκουγες το αραπιέν και το καραντουζένι"]
Παίζεται με πένα που αρχικά ήταν ξύλινη [από κερασιά] και πλέον συνθετική.
Διαθέτει τρεις ή τέσσερεις διπλές, και σε ορισμένες περιπτώσεις μονές, χορδές τις οποίες χτυπά ο μουσικός με με ένα μικρό πλήκτρο την πένα. Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλικών χορδών κουρδισμένες σε τόνους ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, ενώ αργότερα απέκτησε τέταρτο ζεύγος και κούρδισμα ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ (πάλι ανά ζεύγος). Υπάρχουν βέβαια και κάποια άλλα κουρδίσματα για τετράφωνα μπουζούκια Irish 1: gG - dD - AA - DD Irish 2: gG - dD - AA - EE Irish 3: aA - dD - AA - EE . Παλιότερα, στην ανατολία, τα κουρδίσματα άλλαζαν ανάλογα με τον μουσικο δρόμο (μακάμ) της εκτελούμενης μελωδίας. Οι τρόποι αυτοι διατηρήθηκαν μέχρι τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν σταδιακά, οριστικά δε με την μετατροπή του μπουζουκιού σε 8χορδο.
Καταγωγή
Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι προέρχεται από την τουρκική μουσική παράδοση. Οι περισσότεροι όμως δέχονται την τουρκική προέλευση μόνο της ονομασίας, ενώ θεωρούν το όργανο ένα είδος μετεξέλιξης της αρχαιοελληνικής πανδούρας.
Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το μπουζούκι που κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη λαϊκή ορχήστρα, έχει σχήμα, διαστάσεις και διάταξη χορδών, ίδια περίπου εδώ και χιλιάδες χρόνια. Πέρασε από τους αρχαίους Έλληνες στους Βυζαντινούς, επέζησε στην Τουρκοκρατία και η άνθησή του στις μέρες μας πέρασε πρώτα από μια περίοδο αμφισβήτησης στις αρχές του αιώνα. Οι παραλλαγές αυτού του αρχαίου οργάνου ήταν αρκετές μέσα στα χρόνια της ζωής του και είχε τα ονόματα πανδούρα ή πανδουρίδα, τρίχορδον, ταμπουράς, θαμπούρα, ταμπούριν, ψαλτήριον, μπουζούκι καί πολλά άλλα ακόμη με τα οποία ονομάζονταν και άλλα μικρότερα ή μεγαλύτερα όργανα της ίδιας οικογένειας, των ταμπουράδων. Στην πραγματικότητα ήταν απλώς μικροτροποποιήσεις και παραλλαγές του ίδιου βασικού οργάνου, του ταμπουρά. ο μουσικολόγος και κριτικός Φοίβος Άνωγειανάκης περιγράφει την πορεία του ταμπουρά και την ιστορία του ονόματός του ως τις μέρες μας. Για τη βυζαντινή εποχή oι πηγές είναι πολλές, καθώς η πανδούρα και το κανονάκι, ήταν από τα βασικώτερα όργανα για τη διδασκαλία της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσική όπως τονίζει ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος στο βιβλίο του για την βυζαντινή μουσική.

Τετράς η ξακουστή του ΠειραιώςΣύγχρονη ιστορία
Από το τέλος του περασμένου αιώνα το μπουζούκι άρχισε νά εξαφανίζεται σταδιακά από την ελληνική δημοτική μουσική και όταν σχηματίσθηκαν τα δύο βασικά ορχηστικά σχήματα, η κομπανία στην στεριανή Ελλάδα (κλαρίνο, βιολί, λαγούτο, σαντούρι) και η ζυγιά οτα νησιά (βιολί-λαούτο ή βιολί-λύρα) το μπουζούκι έμεινε εκτός. Από εδώ και πέρα όμως ξεκίνησε μια νέα ακμή. Στο 2ο μισό του 19ου αιώνα ανιχνεύονται οι ρίζες του ρεμπέτικου τραγουδιού, το οποίο άρχισε να αποδίδεται με τη συνοδεία μπουζουκιού, αλλά όχι αποκλειστικά, όπως έγινε αργότερα. Τον πρώτο ρόλο αναλαμβάνει το μπουζούκι στη δεκαετία του 1920, εποχή που υπάρχουν πολλοί μπουζουξήδες. Στα 1935 σχηματίσθηκε η πρώτη ρεμπέτικη κομπανία με τρία μπουζούκια κι ένα μπαγλαμά, μια μικρογραφία δηλ. του μπουζουκιού. Στην κομπανία συμμετείχαν ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Ανέσιος Δελιάς που έπαιζαν μπουζούκια και ο Γιώργος Μπάτης που έπαιζε μπαγλαμά. Το ρεμπέτικο, αυτό το μουσικό είδος ταυτίσθηκε με το μπουζούκι και το όργανο αυτό τελειοποιήθηκε και αξιοποιήθηκε στα χέρια μεγάλων εκτελεστών ανάμεσα στους οποίους ήταν οι Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Χιώτης, Μητσάκης και πολλοί άλλοι. Η μεγάλη αλλαγή στην τεχνική του μπουζουκιού έγινε από τον Μανώλη Χιώτη, που μετέτρεψε το μπουζούκι σε τετράχορδο στη δεκαετία του ’50. Στις μέρες μας πλεόν, συνηθίζεται να παίζεται σε τρίχορδο μπουζούκι το ρεμπέτικο τραγούδι ενώ σε τετράχορδο, το ελαφρύ λαϊκό όπως ονομάστηκε.”

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

ΒΙΟΛΟΝΤΣΕΛΟ

Βιολοντσέλο

Το Βιολοντσέλο ή αλλιώς Τσέλο, είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα), όπως και τα υπόλοιπα Έγχορδα της συμφωνικής ορχήστρας.Αρχικά ονομαζόταν βιολοντσίνο και για πολύ καιρό προοριζόταν να εκτελεί αποκλειστικά μουσικούς φθόγγους βαθύτερους από εκείνους της βιόλας.

Ο βιολοντσελίστας, είναι πάντα καθιστός, τοποθετεί το βιολοντσέλο ανάμεσα στα πόδια του και το στηρίζει στο έδαφος με τη βοήθεια μίας ρυθμιζόμενης μεταλλικής ράβδου στήριξης. Παλαιότερα, πριν τον αιώνα του Ρομαντισμού, ο εκτελεστής συγκρατούσε το όργανο ανάμεσα στις γάμπες του.

Το βιολοντσέλο έχει ένα πλούσιο και δυνατό ήχο. Είναι βασικό όργανο και στη μουσική δωματίου αλλά και στην συμφωνική ορχήστρα. Το σκάφος του (το ξύλινο σώμα) έχει μήκος 75 εκ. ενώ οι χορδές του είναι πιο παχιές από του βιολιού και της βιόλας και χρησιμοποιείται συνήθως μαζί με το Κοντραμπάσο για να παίξει τις μπάσες νότες ενός μουσικού έργου, λόγω όμως της μεγάλης μουσικής του έκτασης, είναι εξίσου αξιόλογο και ως σόλο όργανο.

Το βιολοντσέλο πρωτοεμφανίστηκε στην Ευρώπη στα μέσα του 16ου αι. και αρχικά ονομαζόταν βιολοντσίνο. Κατά καιρούς υπέστη πολλές τροποποιήσεις ενώ στον Στραντιβάριους οφείλεται κυρίως ο καθορισμός του οριστικού τύπου και των διαστάσεων του βιολοντσέλου που είναι διπλό σε μέγεθος από τη βιόλα. Η άνοδος του οργάνου άρχισε στην Ιταλία τον 17o αι., με τον Μπαχ και τις Σουίτες του για σόλο βιολοντσέλο και σταδιακά άρχισαν να ανακαλύπτονται οι τεχνικές και οι εκφραστικές δυνατότητές του. Με τον ρομαντισμό, το βιολοντσέλο πήρε ξεχωριστή θέση στην ορχήστρα ως στοιχείο αυτόνομο, στο οποίο οι συνθέτες εμπιστεύονταν ορισμένα χαρακτηριστικά μουσικά θέματα ενώ έπαιξε αξιόλογο ρόλο και ως βασικός συντελεστής του κουαρτέτου εγχόρδων.
Click this bar to view the full image.

Από τον Χάιντν έως τον Μπραμς, με ενδιάμεσους σταθμούς τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν και τον Σούμπερτ, το βιολοντσέλο σιγά-σιγά απελευθερώθηκε από τον ρόλο του ως αρμονικού και μόνο στηρίγματος και, σείση μοίρα με τα υπόλοιπα όργανα, δημιούργησε ένα τέλειο ακουστικό αμάλγαμα με εξαίσια μελωδικά στοιχεία. Από τα κοντσέρτα για βιολοντσέλο αναφέρουμε αυτά των Μποκερίνι, Χάιντν, Σούμαν, Ντβόρζακ, Σεν-Σανς κλπ. Ανάμεσα στις σονάτες για βιολοντσελο, οι πιο αξιόλογες είναι του Μπετόβεν, του Μπραμς, του Σοπέν, του Φορέ και του Χίντεμιτ.


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΙΑΝΟΥ

Το πιάνο, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, έχει πίσω του μια ιστορία έρευνας και εξέλιξης περίπου 300 ετών!
Η ιστορία του πιάνου
Οι πρόγονοί του υπήρξαν το κλαβίχορδο (Clavichord) και το τσέμπαλο (Cembalo). Το κλαβίχορδο, όργανο πολύ αγαπητό στις αρχές του 18ου αιώνα, εξελίχτηκε από το μονόχορδο του Μεσαίωνα και είχε αδύναμο αν και αρκούντως εκφραστικό ήχο αφού λόγω του μηχανισμού επαφής που διέθετε, επέτρεπε την άμεση σύνδεση με το δάκτυλο και άρα τη δυνατότητα διαμόρφωσης του ήχου. Μερικά πλήκτρα ακουμπούσαν στην ίδια χορδή κάτι που καθιστούσε αδύνατη τη συνήχηση γειτονικών φθόγγων. Στην ουσία ήταν όργανο ιδιωτικής χρήσης, καθώς είχε πολύ απαλό άκουσμα, και δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε συναυλίες. Το τσέμπαλο που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα διέθετε μηχανισμό νύξης: κάθε πλήκτρο ενεργοποιούσε ένα μηχανισμό με πένα φτιαγμένη από φτερά πουλιών ή δέρμα που στηριζόταν σε ελεύθερα κινούμενες γλωσσίδες με ελατήριο. Όταν το πλήκτρο σηκωνόταν, ο μηχανισμός κατέβαινε και με τη βοήθεια ελάσματος ο άξονας επανερχόταν στη θέση του, επιτρέποντας στη πένα να τσιμπά τη χορδή. Όταν ο μηχανισμός επέστρεφε στη θέση του ένας σιωπητήρας από τσόχα εμπόδιζε τις παλμικές κινήσεις της χορδής. Το τσέμπαλο προσφέρει πολύ λίγες δυνατότητες ηχητικών αντιθέσεων και ελέγχου της δυναμικής, ενώ οι διαφοροποιήσεις στο άγγιγμα των δακτύλων έχουν ελάχιστα αποτελέσματα.

Από τον 17ο ως τα τέλη του 18ου αιώνα, το τσέμπαλο ήταν απαραίτητο για το « μπάσο κοντίνουο» σε όλους σχεδόν τους συνδυασμούς οργάνων. Η χρήση του σήμερα αν και περιορισμένη, έχει εμπνεύσει διάφορους συνθέτες του 20ου αιώνα ( ) και χρησιμοποιείται κατά κόρον στις εκτελέσεις μπαρόκ μουσικής, ιδίως σε σύνολα με όργανα εποχής. Πιάνο (pianoforte)

Το παλαιότερο δείγμα τύπου πιάνου κατασκευάστηκε στη Φλωρεντία από τον Μπαρτολομέο Κριστοφόρι το 1709. Ο Κριστοφόρι ονόμασε το όργανο αυτό “gravicembalo col piano e forte” και στόχος του ήταν να ικανοποιήσει την επιθυμία των μουσικών της εποχής του να παίζουν σε μια ευρεία δυναμική γκάμα, από πολύ σιγά ως (πολύ) δυνατά. Τώρα, αντί για το τσίμπημα (νυγμό) των χορδών που είχαμε στο τσέμπαλο, χρησιμοποίησε μια σειρά σφυριών τα οποία μόλις χτυπούσαν πάνω στη χορδή, επανέρχονταν στη θέση τους επιτρέποντάς της να πάλλεται λίγο χρόνο μετά. Ακριβώς αυτό το στοιχείο ήταν που έδωσε στους εκτελεστές του οργάνου νέα δυνατότητα ελέγχου του βαθμού δύναμης με την οποία πατούσαν τα πλήκτρα. Τα πιάνα του Κριστοφόρι είχαν 4 ως 4.5 οκτάβες έκταση.

Την ιδέα του μηχανισμού αυτού πήρε στη Γερμανία ο Γκότφριντ Ζίλμπερμαν ( Silbermann), που κατασκεύασε το 1726 2 πιάνα και τα έθεσε υπο τη κρίση του Μπάχ ( Bach) του οποίου η μάλλον αρνητική γνώμη πιθανόν οδήγησε σε βελτιώσεις. Να σημειωθεί εδώ ότι ενώ τα πρώτα pianoforte κατασκευάστηκαν την εποχή του Μπαρόκ και μερικοί από τους πιο διάσημους συνθέτες της εποχής γνώριζαν την ύπαρξή τους, ο ασθενής τους ήχος δεν τους επέτρεψε να ανταγωνιστούν το τσέμπαλο. Νέα ώθηση στη κατασκευή των πιάνων θα δοθεί στην Αγγλία από τους Τσούμπε (Zumpe) και Γ.Κρ.Μπαχ και στη Βιέννη από τους Streicher- Stein οι οποίοι θα δώσουν μεγαλύτερη σημασία όχι τόσο στη δυναμική όσο στη ποιοτική προβολή του ήχου. Παρ’ όλες όμως τις βελτιώσεις, οι εκτελεστές δεν μένουν ακόμα ικανοποιημένοι. Η έλλειψη μηχανισμού γρήγορης επανάκρουσης της χορδής παραμένει το βασικό μειονέκτημα. Σε αυτή την αδυναμία του μηχανισμού, ο Εράρ (Εrard) στη Γαλλία θα προτείνει το μηχανισμό του διπλού χτυπήματος τον οποίο θα ολοκληρώσει το 1823 και με τον οποίο θα γίνει δυνατό το γρήγορο παίξιμο που οδήγησε στη δεξιοτεχνική εκτέλεση του πιάνου του 19ου και 20ου αιώνα. Στα μέσα του 19ου αιώνα κατασκευάζονται 3 τύποι οργάνων: Το τραπεζοειδές για μικρούς χώρους και τα πιάνα με οριζόντιο (πιάνα με «ουρά») και κάθετο (όρθια πιάνα) χορδικό σύστημα. Το όρθιο πιάνο εξελίχθηκε από τον Τ. Χόουκινς στη Φιλαδέλφεια (1800) και τον Ρ. Ουώρνεμ τον νεότερο στο Λονδίνο (1811, τελειοποιήθηκε το 1829).Το μοντέλο που υπάρχει σήμερα είναι ως επί το πλείστον βασισμένο σε εκείνο του Ουόρνεμ.

Ο Χόουκινς εισήγαγε επίσης το σιδερένιο σκελετό, το πλεονέκτημα του οποίου ήταν η δυνατότητα χρήσης χορδών μεγαλύτερης τάσης (τεντώματος) από ότι επέτρεπε ο ξύλινος σκελετός και έτσι γινόταν δυνατή η χρήση πιο χοντρού σύρματος που παράγει πλουσιότερο ήχο. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα έχει πια βελτιωθεί ριζικά η κατασκευή πιάνων τόσο σε επίπεδο υλικών όσο και στο επίπεδο του μηχανισμού. Σε αυτό συνέβαλε επίσης και η συνεργασία των κατασκευαστών με τους συνθέτες και εκτελεστές για τη δημιουργία οργάνων που θα ήσαν σύμφωνα με τις συνθετικές και ερμηνευτικές ανάγκες τους. Κατά τη περίοδο αυτή εμφανίστηκαν μερικοί από τους σημαντικότερους κατασκευαστές πιάνων σε παγκόσμιο επίπεδο ακόμα και σήμερα: ο Bösendorfer στη Βιέννη, ο Bechstein στο Βερολίνο, ο Steinway στη Νέα Υόρκη και προς το τέλος του 19ου αιώνα η Yamaha στην Ιαπωνία.

Σήμερα το σύγχρονο πιάνο έχει σιδερένιο σκελετό και είναι είτε όρθιο είτε με ουρά. Η έκτασή του είναι 71/3 οκτάβες με 88 πλήκτρα αν και ορισμένα μοντέλα Bösendorfer έχουν έκταση 8 οκτάβες. Και οι 2 τύποι πιάνου αποτελούνται από ηχείο, σώμα υποστήριξης, πλαίσιο, χορδές, πληκτρολόγιο, πεντάλ και βασικό μηχανισμό. Πάνω στο πλαίσιο ακουμπά το ηχείο κατασκευασμένο από ξύλο ελάτου και μαντέμι. Το σύγχρονο πιάνο έχει 1 χορδή για μερικές από τις χαμηλές νότες, 2 για το μεσαίο τμήμα, και 3 για το υψηλότερο. Οι χαμηλότερες χορδές περιβάλλονται από χάλκινο σπείρωμα που αυξάνει τον όγκο τους δίχως να μειώνει πολύ την ευελιξία τους.Oι χορδές είναι φτιαγμένες από ατσάλινο σύρμα και η ποικιλοβαρής πίεση του διαφορετικού μεγέθους των χορδών μοιράζεται ως επί το πλείστον με διασταύρωση χορδών (Overstringing), δηλ. με το να περνά μια ομάδα χορδών σχεδόν διαγώνια πάνω από μια άλλη.

Σε ένα πιάνο υπάρχουν συνήθως 52 λευκά πλήκτρα (από ελεφαντόδοντο ή άσπρο πλαστικό υλικό) και 36 μαύρα πλήκτρα ( είτε από έβενο είτε από μαύρο πλαστικό υλικό). Τα πλήκτρα όταν πιεσθούν, σηκώνουν τα ξύλινα σφυράκια που είναι ντυμένα με μαλακό κετσέ («πνιγέας») και τα οποία στηρίζονται στη χορδή. Η χορδή έτσι μπορεί και ταλαντώνεται ελεύθερα παράγοντας ήχο, ώσπου το πλήκτρο, επιστρέφοντας στην αρχική του θέση, ξαναρίχνει τον πνιγέα.

Το αντηχείο του πιάνου (sound- board) – που βρίσκεται πίσω από τις χορδές στο όρθιο πιάνο και κάτω από αυτές στο μεγάλο- εκπληρώνει την ίδια αποστολή με το σώμα ενός βιολιού: δίχως αυτό ο ήχος θα ήταν πολύ λεπτός και ασθενικός .Επίσης, ιδίως στο πιάνο με ουρά, το καπάκι που βρίσκεται πάνω από το ηχείο όταν ανοιχθεί (ή ανάλογα με το ύψος που θα ανοιχθεί) μετατρέπεται σε ζωτικής σημασίας ηχητικό μεταδότη. Τα πεντάλ του πιάνου είναι τα εξής: α) Το πεντάλ «διαρκείας» (Sustaining Pedal), παρατείνει τον ήχο όσο το πατάμε, απομακρύνοντας όλη τη σειρά των σιγαστήρων («πνιγέων») από τις χορδές. Με αυτό τον τρόπο όποιος φθόγγος ή συγχορδία παιχτεί αποκτά μεγαλύτερη διάρκεια, ακόμα και αν τα δάκτυλα δεν πατούν πια τα πλήκτρα. Επίσης οι αρμονικοί της χορδής εμπλουτίζονται από τη «συμπαθητική» αντήχηση αυτών που προέρχονται από άλλες ελεύθερα δονούμενες χορδές, με αποτέλεσμα έναν πιο πλούσιο ήχο. β) Το πεντάλ Sostenuto, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στον εκτελεστή να επιλέξει τους φθόγγους που θέλει να κρατηθούν. Το εισήγαγε η εταιρεία Steinway και τελειοποιήθηκε το 1874. γ) Πεντάλ una corda ή σουρντίνα. Στα πιάνα με ουρά μετακινεί το πληκτρολόγιο καθώς και μια σειρά σφυριών προς τα δεξιά ώστε να κρούεται μια μόνο χορδή ( una corda) αντί για τρεις, ενώ στα όρθια πιάνα μετακινεί ολόκληρη τη σειρά των σφυριών προς τις χορδές, μειώνοντας έτσι τη διαδρομή τους και κατά συνέπεια τη κρουστική δύναμή τους. Το πιάνο χορδίζεται σύμφωνα με το συγκερασμένο σύστημα, δηλ. την διαίρεση της οκτάβας σε 12 ίσα ημιτόνια πράγμα που κατέστησε δυνατή την αντιστοιχία τους σε 12 πλήκτρα ( ωστόσο να σημειωθεί εδώ ότι το χόρδισμα της ισοσυγκερασμένης οκτάβας, γίνεται με μια σειρά από λίγο «μικρότερες» πέμπτες και λίγο «μεγαλύτερες» τέταρτες από τις φυσικές). Τελειώνοντας αυτή την επισκόπηση κατασκευής του «βασιλιά των οργάνων» κατά τον Φ. Λίστ ( Liszt), να θυμίσουμε πως εκτός του ( πολύτιμου) κάματου των κατασκευαστών του οργάνου, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τη συμβολή όλων εκείνων των συνθετών και εκτελεστών (από το 17ο αιώνα και εντεύθεν), που με το δημιουργικό τους έργο προέβαλαν και καταξίωσαν στη συνείδηση ειδημόνων και μη αυτό το εξαιρετικών, πραγματικά, δυνατοτήτων όργανο.

ΒΙΟΛΙ

Βιολί: Ιταλικά Violino υποκοριστικό του viola, γαλλικά violon, αγγλικά violin, γερμανικά Geige.

Ίσως δεν ξέρετε ότι...
α) Το βιολί, που εδώ και 350 χρόνια θεωρείται ο βασιλιάς των οργάνων, υπήρξε στις αρχές τις ιστορίας του ένα όργανο που απλώς συνόδευε τη μουσική σε χορούς και πανηγύρια και οι βιολιστές είχαν τη φήμη κατώτερων μουσικών!
β) Τα αριστουργήματα των μεγάλων Ιταλών κατασκευαστών έχουν πολλές φορές ανυπολόγιστη αξία ξεπερνώντας τα 350.000.000 δρχ, δηλαδή περίπου 1.000.000 ευρω.

Το σώμα (σκάφος) του βιολιού αποτελείται από δύο κυρτές επιφάνειες, τη ράχη που κατασκευάζεται από σκληρό ξύλο (σφεντάμι) και το καπάκι (αρμονική τράπεζα) που κατασκευάζεται από μαλακό ξύλο (πεύκο ή έλατο,). Η κυρτότητα των επιφανειών δεν προκύπτει με μηχανικό τρόπο, αλλά δημιουργείται με κατάλληλη κοπή από το σώμα της πρώτης ύλης.

Το μπράτσο του βιολιού κατασκευάζεται από σφεντάμι και καταλήγει στον κοχλία, στον οποίο ανοίγονται τρύπες για να τοποθετηθούν τα κλειδιά. Επάνω στο μπράτσο κολλιέται η γλώσσα από έβενο ή ροδόξυλο. Από το ίδιο υλικό είναι και ο χορδοστάτης, στον οποίο στηρίζονται οι χορδές. Ανάμεσα στη γλώσσα και το χορδοστάτη βρίσκεται ο καβαλάρης, ο οποίος στηρίζεται σε δύο ποδαράκια και έχει προορισμό να μεταφέρει τις ταλαντώσεις των χορδών στο καπάκι, το οποίο με τη σειρά του τις μεταφέρει στην κοιλότητα του σκάφους. Πάνω στο καπάκι, στην άκρη του χορδοστάτη υπάρχει μία υποδοχή που εξυπηρετεί το κράτημα του βιολιού με το σαγόνι.Το καπάκι στηρίζεται από κάτω με μια λεπτή ξύλινη μπάρα που περνά κατά μήκος του ηχείου και σφηνώνεται στο καπάκι συμβάλλοντας στην αντίχηση του οργάνου. Στο εσωτερικό του οργάνου, κάτω από το πόδι εκείνο του καβαλάρη όπου επάνω του περνάει η «ψειλότερη» χορδή και σφηνωμένη ανάμεσα στο καπάκι και στη ράχη του βιολιού βρίσκεται η ψυχή: ένα λεπτό ραβδάκι από πεύκο που μεταβιβάζει τις ταλαντώσεις των χορδών στη ράχη του οργάνου, συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση του χαρακτηριστικού ήχου του βιολιού.

Το δοξάρι του βιολιού είναι ένα τόξο, με το οποίο τεντώνονται 150-250 τρίχες αλόγου. Οι τρίχες αλείφονται με ρετσίνι για να "πιάνουν" καλύτερα στις χορδές. Οι τέσσερις χορδές του βιολιού που κατασκευάζονταν αρχικά από έντερο ζώων και αργότερα από χαλκό και από χάλυβα, κουρδίζονται σε αποστάσεις πέμπτης (σολ,ρε,λα,μι).Το συνολικό του μήκος του είναι 600 χιλιοστά.

Η έκταση ήχων του βιολιού καλύπτει τέσσερις οκτάβες, από το σολ μέχρι το σολ4. O χαρακτηριστικός συνεχής ήχος του βιολιού δημιουργείται με γλύστριμα του δοξαριού πάνω στις χορδές. Με έλεγχο στην πίεση και την ταχύτητα του δοξαριού, το οποίο λειτουργεί ως προέκταση του ενός χεριού και με κατάλληλες κινήσεις και λαβές των δακτύλων του άλλου χεριού στις χορδές, επηρεάζει ο βιολινίστας κατά την εκτέλεση ενός μουσικού κομματιού:

- τη δυναμική (από molto pianissimo μέχρι molto fortissimo,)
- τους εκφραστικούς χρωματισμούς (π.χ. παθητικά, τραγουδιστά, με κέφι, θριαμβευτικά, θλιμμένα)
- και την άρθρωση μεταξύ των φθόγγων, όπως το πηδηχτό (saltato), το τονισμένο(marcato), το τρεμουλιαστό (tremolo), το τσιμπητό (pizzicato) ,τις τρίλιες(trillo), τους αρπισμούς (arpeggio), με γλύστρημα (glissando) κ.ά.

Με το βιολί είναι δυνατόν να εκτελεστούν επίσης διπλοί φθόγγοι και, με κατάλληλες τεχνικές συνθέσεως, ακόμα και τετραφωνικές μελωδίες (Μπαχ). Το βιολί μπορεί να υπογραμμίσει την παρουσία του ανάμεσα σε άλλα όργανα, ακόμα κι αν αυτά έχουν εκ κατασκευής ισχυρότερο ήχο, όπως στα αποσπάσματα που ακολουθούν, από το Κουιντέτο της Πέστροφας του Σούμπερτ και τη σονάτα Regenlied τoυ Μπραμς. Στη ραψωδία Tzigane του Ραβέλ εκτελεί το βιολί αρπισμούς και πιτσικάτα του αριστερού χεριού, ενώ το όμποε παίζει τη μελωδία.

'Οσο εντυπωσιακοί κι αν είναι όμως οι ήχοι του μεμονωμένου βιολιού, το σύνολο των βιολιών μίας ορχήστρας δίνει ένα διαφορετικό, πλούσιο και γεμάτο ήχο - εδώ παίζουν μόνο τα πρώτα και δεύτερα βιολιά στην πρώτη συμφωνία του Μπραμς. Στο έργο Πιτσικάτο Πόλκα των Γιόχαν και Γιόζεφ Στράους παίζουν τα έγχορδα τον τσέχικο ρυθμό της πόλκας μόνο με πιτσικάτο. 'Οχι σπάνια απαιτείται από τα βιολιά της ορχήστρας εκτέλεση στα όρια της δεξιοτεχνίας, όπως για παράδειγμα σε διάφορα σημεία της δεύτερης και τρίτης εισαγωγής Leonore του Μπετόβεν. To βιολί έχει επίσης συχνά σημαντικό ρόλο σε κομμάτια για Jazz.

Παράλληλα με το πιάνο, το βιολί είναι το πιο διαδεδωμένο σόλο μουσικό όργανο. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για την καταγωγή του: από τα έγχορδα μουσικά όργανα, που έφεραν οι Aραβες τον 8ο αιώνα στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες,από τα μεσαιωνικά κρότες και βιέλες. Αυτά τα μουσικά όργανα διαφέρουν από το βιολί κατά το ότι δεν στηρίζονται στον ώμο. Πλήθος από γεγονότα όμως ενισχύουν την υπόθεση του βιολιού από τα λαϊκά μουσικά όργανα των Σλάβων. Σε πολωνικές περιοχές υπήρχε ήδη από το 15ο αιώνα όργανο με δοξάρι,τύπου βιολιού με τρεις χορδες κουρδισμένες ανά πέμπτες. Αυτό το λαϊκό βιολί δεν είχε ακόμα αυστηρά καθορισμένες αναλογίες, δεν ήταν βερνικωμένο και είχε οξύ, και τραχύ ήχο(γι’αυτό στα πολωνικά το βιολί λέγεται Skzupse).

Εξελίχθηκε κατά την Αναγέννηση από παλαιότερα έγχορδα με δοξάρι: το μεσαιωνικό fiddle,τον ιταλικό «απόγονο» του, του 16ου αιώνα, τη lira nta braccio και το ρεμπέκ. Όπως οι πρόγονοι του, αλλά αντίθετα με τον «ξάδελφό» του τη βιόλα ντα γκάμπα, το βιολί έχει μπράτσο χωρίς τάστα.
Το βιολί αναγνωρίστηκε από παλαιά για τον τραγουδιστό του ήχο, ιδιαίτερα στην γενέτειρα του Ιταλία, όπου οι πρώτοι κατασκευαστές του, Γκασπάρο ντα Σαλό, Αντρέα Αμάτι και Τζοβάνι Πάολο Ματζίνι διαμόρφωσαν τις μέσες διαστάσεις του πριν από το τέλος του 16ου αιώνα. Το βιολί κατά την εξέλιξη του υπέστη πολλές αλλαγές χάρη στις οποίες προσαρμόστηκε στον εκάστοτε μουσικό ρόλο του.
Γενικά το καπάκι και η ράχη στα πρώτα βιολιά ήταν πιο κυρτά. Τα πιο σύγχρονα, μετά τις καινοτομίες του Αντόνιο Στρατιβάρι (1644-1737),αποκτούν ρηχότερο ηχείο και έχουν αδρότερο ήχο. Κατά τον 19ο αιώνα με την εμφάνιση των βιρτουόζων βιολιστών και των μεγαλύτερων διαστάσεων που αποκτούν οι αίθουσες συναυλιών, το βιολί παίρνει την τελική γνωστή του μορφή ως προς το σχέδιο και την κατασκευή του.

Ο καβαλάρης γίνεται ψηλότερος, η ψυχή και η ξύλινη μπάρα παχύτερες και το ηχείο πιο επίπεδο. Το χέρι αποκτά μια κλίση προς τα πίσω αυξάνοντας την πίεση των χορδών επάνω στον καβαλάρη. Το αποτέλεσμα ήταν ένας λαμπρότερος και δυνατότερος ήχος σε σχέση με τον ευαίσθητο ήχο των βιολιών του 18ου αιώνα.

Τα πρώτα βιολιά χρησιμοποιήθηκαν για την εκτέλεση έργων λαϊκής και χορευτικής μουσικής. Κτα τον 17ο αιώνα το βιολί αντικατέστησε την βιόλα ντα γκάμπα ως το σημαντικότερο έγχορδο στη μουσική δωματίου. Ο Ιταλός συνθέτης Μοντεβέρντι περιέλαβε και βιολιά στην ορχήστρα της όπερας του Ορφέας.

Το 1626 ιδρύθηκε στη Γαλλία η βασιλική ορχήστρα «Les 24 Violons du Roi» (Τα 24 βιολιά του βασιλιά). Ο Αρκάντζελο Κορέλι δεξιοτέχνης βιολιστής, ήταν από τους πρώτους συνθέτες που συνέβαλαν στην εξέλιξη της βιολιστικής μουσικής γραφής όπως οι Βιβάλντι, Γ. Σ. Μπαχ και ο βιολιστής Τζουζέπε Ταρτίνι.
Από το 18ο αιώνα και μετέπειτα οι περισσότεροι μεγάλοι συνθέτες έγραψαν μουσική για σόλο βιολί μεταξύ των οποίων οι Μότσαρτ, Μπετόβεν, Σούμαν, Μπραμς, Έντβαρντ, Γκρηκ, Πάουλ Χίντεμιτ, Aρνολντ Σαίνμπερκ, και Αλμπάν Μπεργκ. Δεξιοτέχνες βιολιστές, όπως οι Φραντσέσκο Τζεμινιάνι (1687-1762), Νικολό Παγκανίνι (1782-1840), Γιόζεφ Γιόαχιμ (1831-1907), Φριτς Κράισλερ (1875-1962), Γεχούντι Μενουχίν, και Νταβίντ Όιστρακ (1908-1974) στάθηκαν το ερέθισμα να γραφούν αξιόλογα έργα για το όργανο αυτό. Το βιολί αφομοιώθηκε από έντεχνη μουσική της Εγγύς Ανατολής και της Νότιας Ινδίας και, όπως το φίντλ, παίζεται στη λαϊκή μουσική πολλών χωρών.


Βιβλιογραφία:
- http://sfr.ee.teiath.gr/htmSELIDES/MusOrg/Instrum21.htm
- http://www.rom.gr/rom14/cdromweb/EGXORDA.htm
- Μεγάλη σοβιετική εγκυκλοπαίδεια Εκδ.Εταιρία: «ΑΚΑΔΗΜΟΣ» Α.Ε.
- Πάπυρους Λαρούς Μπριτάνικα Εκδόσεις: «ΠΑΠΥΡΟΣ»

ΚΙΘΑΡΑ

Παρασκευή, 15 Απριλίου 2011


Η ιστορία της κιθάρας,


Ο όρος κιθάρα χρησιμοποιείτο στην Ελληνική Αρχαιότητα για να περιγράψει ένα έγχορδο μουσικό όργανο που ανήκε στην οικογένεια της λύρας.


Σήμερα η λέξη κιθάρα αναφέρεται στο σύγχρονο μουσικό όργανο "guitar" (ένας όρος που προέρχεται από το Αρχαιοελληνικό όρο κιθάρα). Το άρθρο αυτό αναφέρεται σε αυτή την σύγχρονη χρήση του όρου δηλαδή στο όργανο guitar. Η σύγχρονη κιθάρα είναι ένα έγχορδο νυκτό μουσικό όργανο που ανήκει στην οικογένεια του λαούτου. Στη σύγχρονη εκδοχή της, αποτελείται συνήθως από έξι χορδές, ωστόσο συναντώνται και παραλλαγές με επτά, οκτώ, δέκα, δώδεκα και δεκαοκτώ. Ο όρος κιθάρα περιγράφει εν γένει αρκετά όργανα που εμφανίζουν παραλλαγές ως προς τη μορφολογία τους ή τον τρόπο εκτέλεσής τους. Σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης Hornbostel-Sachs, ανήκει στα σύνθετα χορδόφωνα. Από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα αποτελεί ένα από τα πλέον δημοφιλή μουσικά όργανα, καθώς χρησιμοποιείται σε μια πληθώρα μουσικών ειδών, όπως η τζαζ, μπλουζ, ροκ,heavy metal ποπ, λαϊκή και παραδοσιακή μουσική, ενώ στη νεότερη ιστορία της χρησιμοποιείται σε ένα αυξανόμενο ρεπερτόριο κλασσικής μουσικής.


Ιστορία
Τα ίχνη της Ιστορίας της Κιθάρας μπορούν να ανιχνευθούν από τον 15ο αιώνα, με την πρώτη «σύγχρονου τύπου» Κιθάρα να συναντιέται στην Ισπανία. Οι πρώτες κιθάρες ήταν πολύ μικρές και αρχικά είχαν τέσσερα ζεύγη χορδών. Η ισπανική κιθάρα (ή Κλασσική κιθάρα) είναι καμπυλωτή στο σώμα και χρησιμοποιεί την κοιλότητα του σώματος για την ενίσχυση του ήχου. Αρχικά, χρησιμοποιούνταν χορδές από έντερα αγελάδας, αργότερα νεύρα διάφορων ζώων, οι οποίες αργότερα αντικαταστάθηκαν από νάιλον και ατσάλινες χορδές που χρησιμοποιούνται και σήμερα. Το 16ο αιώνα οι κιθάρες έγιναν όργανα με πέντε ζεύγη χορδών.


Οι συνθέτες για αυτά τα μουσικά όργανα έγραψαν κυρίως σε σημειογραφία ταμπλατούρας. Η Ιταλία ήταν η πρωτεύουσα του κιθαριστικού κόσμου του 17ου αιώνα. Στη Γαλλία η κιθάρα έγινε το όργανο της αριστοκρατίας και των ευγενών. Παρόλα αυτά, η Ισπανική Σχολή της κλασσικής κιθάρας και η κατασκευή της Ισπανικής κιθάρας άρχισε να ακμάζει μόλις μετά το τέλος του 18ου αιώνα. Οι Ιταλοί συνθέτες έγραψαν ένα μεγάλο αριθμό σημαντικών έργων και όπως οι κιθαριστές και οι κατασκευαστές των οργάνων , έτσι και αυτοί ταξίδευαν συχνά.

Ο σημαντικότερος παράγοντας στην ανάπτυξη της κλασσικής κιθάρας ήταν η προσθήκη της έκτης χορδής στο μουσικό αυτό όργανο περίπου στα μέσα του 18ου αιώνα. Κατά το 19ο αιώνα, οι αλλαγές στις κοινωνικές συνθήκες και η βελτίωση στα μέσα μετακίνησης και μεταφοράς συντέλεσαν στην ανάπτυξη και στη διάδοση της κιθάρας και ενθάρρυναν τους κιθαριστές να ταξιδεύουν παγκοσμίως.

Η μουσική της κλασσικής κιθάρας άνθισε το 19ο αιώνα στην Ισπανία. To 1850-1892 o Α. Τorres έδωσε τη βασική μορφή της κιθάρας, με την οποία την ξέρουμε και σήμερα. Τον 20ο αιώνα η επαναστατική τεχνολογική πρόοδος και η ραγδαία εξέλιξη των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και πληροφόρησης είναι οι φορείς στους οποίους οφείλεται η δημοσιότητα και η αναγνώριση που έχει λάβει η Κλασσική Κιθάρα.


Η εξάχορδη κιθάρα έκανε την εμφάνισή της στα μέσα του 18ου αιώνα και είχε έξι μονές χορδές αντί για ζεύγη χορδών, σε αντίθεση με τους προκάτοχούς της (τετράχορδα και πεντάχορδα μουσικά όργανα). Στην Ιστορία της κιθάρας δεν υπάρχει ακριβής ημερομηνιακή καταγραφή του γεγονότος εμφάνισης της κιθάρας, ωστόσο ήταν μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις. Το 1850-1892 ο κατασκευαστής κιθάρων Manual Torres ανέπτυξε το μουσικό όργανο στη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα, με μεγαλύτερο και πιο ηχηρό σώμα (ηχείο). Κατά το 19ο αιώνα η κιθάρα, όπως την συναντάμε σήμερα, αναπτύχθηκε και βελτιώθηκε στο σχήμα και στα μηχανικά κλειδιά.

Επίσης, εμφανίστηκαν και άλλες ποικιλίες όπως η δωδεκάχορδη κιθάρα, η χαβανέζικη κιθάρα, ακουστική κιθάρα.


Μέρη Κιθαρας

Η κιθάρα αποτελείται από δύο κύρια μέρη: το σώμα και το μπράτσο.

Σώμα
Το σώμα είναι το πλατύ μέρος της κιθάρας. Ο βασικός ρόλος του είναι να αποτελέσει το σημείο στο οποίο κομπλάρουν οι χορδές για να στηριχτούν σωστά, και περιλαμβάνει τη γέφυρα (ή αλλιώς καβαλάρη) που τεντώνει τις χορδές πάνω από την υπόλοιπη κιθάρα. Χρησιμεύει επίσης και σαν σημείο στήριξης του χεριού που χτυπάει τις χορδές. Στην κλασική και ακουστική κιθάρα είναι κοίλο και χρησιμεύει σαν αντηχείο που ενισχύει τον ήχο της κιθάρας με φυσικό τρόπο, ενώ το ξύλο, το σχέδιο και η ποιότητα κατασκευής του παίζουν αποφασιστικό ρόλο στον τελικό ήχο που θα βγάλει το όργανο. Στην ηλεκτρική κιθάρα είναι συνήθως συμπαγές, και χρησιμοποιείται για να στεγάσει τους μαγνήτες, τα ποτενσιόμετρα που ρυθμίζουν ένταση και τόνο, καθώς και τυχόν ηλεκτρονικά που μπορεί να υπάρχουν. Κι εδώ όμως το υλικό και η ποιότητα κατασκευής παίζουν ρόλο, γιατί επηρεάζουν τον τρόπο που δονείται ολόκληρο το όργανο παράγοντας ήχους.

Μπράτσο
Το μπράτσο της κιθάρας είναι το μακρόστενο μέρος της, και περιλαμβάνει την ταστιέρα, τον ζυγό και τα κλειδιά. Στις κλασικές κιθάρες είναι ενσωματωμένο με την υπόλοιπη κατασκευή, ενώ στους άλλους τύπους (κυρίως στις ηλεκτρικές) μπορεί να είναι και αποσπώμενο. Το μπράτσο χρησιμεύει για να μπορεί ο κιθαρίστας να μεταβάλλει τον ήχο που βγάζει το όργανο, πατώντας τις χορδές σε διαφορετικά τάστα. Ο ζυγός αποτελεί το απέναντι από τον καβαλάρη σημείο τεντώματος των χορδών, ενώ τα κλειδιά είναι τα σημεία όπου καταλήγουν οι χορδές και διαθέτουν κοχλία που επιτρέπει το μεγαλύτερο ή μικρότερο τέντωμά τους, για σωστό κούρδισμα.

Το πίσω μέρος του μπράτσου είναι καμπυλωτό, για να διευκολύνεται το πιάσιμο και η στήριξη του χεριού που πατάει τις χορδές. Στις ηλεκτρικές κιθάρες, αυτή η καμπυλότητα είναι μικρότερη απ' ότι στις υπόλοιπες.

Το ξύλο από το οποίο είναι φτιαγμένο το μπράτσο είναι, όπως και το σώμα, καίριας σημασίας. Για την ταστιέρα επιλέγεται συνήθως έβενος ή τριανταφυλλιά, που δίνουν καλύτερη αίσθηση στο παίξιμο και αντέχουν στις φθορές. Για το πίσω μέρος χρησιμοποιούνται ξύλα που διακρίνονται για την αντοχή τους, καθώς λόγω της τάσης των χορδών δεν είναι δύσκολο να παρουσιαστεί σκέβρωμα (καμπύλωση) στο μπράτσο, πράγμα που καταστρέφει τον ήχο μιας κιθάρας και δυσκολεύει το παίξιμο. Πολλές ακουστικές και ηλεκτρικές κιθάρες έχουν μέσα στο μπράτσο ενσωματωμένη μια σιδερένια ράβδο, η καμπυλότητα της οποίας (και επομένως και του μπράτσου) μπορεί να ρυθμιστεί με κλειδί, επαναφέροντας τυχόν σκέβρωμα του μπράτσου.

Τρόπος λειτουργίας
Οι Χορδές περνάνε πάνω από την ταστιέρα, όπου ο κιθαρίστας τις πιέζει σε διάφορα σημεία (τάστα) με τα δάκτυλα του ενός χεριού εκτός απ' τον αντίχειρα, αυξομειώνοντας το μήκος τους ώστε να αλλάζει ανάλογα την συχνότητα που θα πάλλονται. Το άλλο χέρι του κιθαρίστα κάνει τις χορδές να πάλλονται, είτε «τραβώντας» τες με τα νύχια των δακτύλων, πάλι εκτός του αντίχειρα, είτε χτυπώντας τες με μια πένα. Τα ηχητικά κύματα που παράγονται σπάνια έχουν μεγάλη ένταση, οπότε είναι αναγκαία η ενίσχυσή τους, είτε με φυσικό τρόπο στην περίπτωση των ακουστικών, όπου χρησιμοποιείται ένα αντηχείο για σώμα στην κιθάρα, είτε με ηλεκτρονικό τρόπο στις ηλεκτρικές κιθάρες όπου χρησιμοποιείται ένας ενισχυτής. Ο ενισχυτής λαμβάνει το ηλεκτρικό σήμα που παράγεται καθώς οι χορδές πάλλονται πάνω από τους μαγνήτες της κιθάρας και το ενισχύει αναλογικά ή ψηφιακά.

Είδη κιθάρας

Κλασσική κιθάρα
Ακουστική κιθάρα
Ηλεκτρική κιθάρα
Λαϊκή κιθάρα
Κιθάρα του Flamenco
Ηλεκτρακουστική κιθάρα
Ηλεκτροκλασσική κιθάρα
Δωδεκάχορδη κιθάρα
Άταστη κιθάρα
Μπασοκίθαρο
Τρες
Κουάτρο
Πορτογαλική κιθάρα των Φάντος
Γιουκαλίλι
Pedal steel guitar
Ρωσική Κιθάρα


Ηλεκτρική Κιθάρα
Η ηλεκτρική κιθάρα δεν έχει ηχείο αλλά χρησιμοποιεί ηλεκτρομαγνήτες που μετατρέπουν τους παλμούς των χορδών σε ηλεκτρικό σήμα. Το κυρίως σώμα μπορεί να είναι συμπαγές «solid body» ή με μικρό ηχείο «hollow body». Έχει δύο η περισσότερους μαγνήτες με ρυθμιστικά έντασης και τονικότητας. Πολλές φορές υπάρχει ειδικός μοχλός, που χρησιμοποιείται για βιμπράτο.

Η εταιρία Rickenbacker κατασκεύασε το 1931 την πρώτη ηλεκτροακουστική κιθάρα με κάψα. Ακολούθησε η Gibson το 1935 με το πρώτο «σκάφος»(hollow body) την φημισμένη ES150 που χρησιμοποιούσε τους μαγνήτες « Charlie Christian”. Αυτός ο τύπος κιθάρας είναι ακόμη δημοφιλής στην Τζαζ. Αντίθετα στην ροκ μουσική οι μεγαλύτερες εντάσεις δημιουργούσαν μικροφωνισμούς λόγω της ύπαρξης του αντηχείου. Έτσι το 1948 η εταιρία Fender κατασκεύασε την πρώτη κιθάρα με συμπαγές σώμα, την Telecaster. H Gibson απάντησε με το μοντέλο «Les Paul» χρησιμοποιώντας το όνομα γνωστού κιθαρίστα της εποχής που συμμετείχε ενεργά στους πειραματισμούς της εταιρίας. Το 1954 η Fender κατασκεύασε ένα μοντέλο με τρεις μαγνήτες και με λεβιέ βιμπράντο, την περίφημη Stratocaster. Τέλος, στην δεκαετία του ’50, η Gibson εισήγαγε την σειρά 300 που είχε λεπτότερο αντηχείο και έτσι ήταν λιγότερη ευαίσθητη στους μικροφωνισμούς. Άλλες κατασκευαστικές εταιρίες :Wal, Ibanez, Jackson.


Η ηλεκτρική κιθάρα κατέχει πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της μοντέρνας μουσικής του 20ου αιώνα. Ο ενισχυμένος ήχος και η δυνατότητα χρήσης εφφέ την καθιστά κυρίαρχο όργανο σε όλα τα είδη μοντέρνας μουσικής.

Τζαζ : Joe Pass, Larry Corryel, John McLaughlin,
Ροκ : Jimmy Hendrix, Carlos Santana, Rory Gallaher, Steve Vai, Satriani,
Μπλουζ : B. B. King, Stevie Ray Vaughan

Η ηλεκτρική κιθάρα χρησιμοποιήθηκε και από συνθέτες όπως ο George Crumb και ο Frank Martin, σε έργα έντεχνης μουσικής.
Στις περισσότερες περιπτώσεις παίζεται με πέννα και σπάνια με δάκτυλα. Οι μουσικοί των Μπλουζ συνηθίζουν να παίζουν με τον αντίχειρα.
Αρκετοί αριστερόχειρες μουσικοί των Μπλουζ, αν και κρατούν την κιθάρα με το μπράτσο προς τα δεξιά, διατηρούν τις χορδές, όπως είναι τοποθετημένες για έναν δεξιόχειρα μουσικό.